Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Η εφηβεία είναι η περίοδος της μετάβασης από την παιδική στην ώριμη ηλικία και έχει για κέντρο της την ήβη. Χαρακτηρίζεται από μία μεταμόρφωση του σώματος (φυσιολογική μεταμόρφωση) και από μία μεταμόρφωση του πνεύματος και των συναισθημάτων (ψυχική μεταμόρφωση)
Οι αλλαγές στο σώμα συμβαίνουν υπό την επίδραση των ορμονών. Μερικοί αδένες – υπόφυση, όρχεις, ωοθήκες – είναι ώριμοι να εκκρίνουν υγρά, που ονομάζονται ορμόνες. Αυτές οι ορμόνες κυκλοφορούν στο αίμα και μεταβάλουν τα όργανα για τα οποία προορίζονται και τα οποία μεταμορφώνονται στη διάρκεια της ήβης. Όλο το σώμα μεγαλώνει ιδίως τα ακραία σημεία (οι πατούσες, οι παλάμες, η μύτη). Τα γεννητικά όργανα μπαίνουν σε διαδικασία ωρίμανσης και αυτό σηματοδοτεί την έναρξη της περιόδου της γονιμότητας. Η εξωτερική εμφάνιση, το περίγραμμα του σώματος, η σιλουέτα, μεταβάλλονται. Και μαζί τους μεταβάλλεται και ο τρόπος σκέψης.
Κατά τη διάρκεια της σωματικής μεταμόρφωσης, ο/η έφηβος νοιώθει σα να έχει χάσει τη σωματική του ταυτότητα και μοιάζει λίγο με τον αστακό που χάνει το καβούκι του (Fr. Dolto, 2007). Μέχρι να δημιουργηθεί η καινούρια του ταυτότητα, διανύει μια περίοδο αβεβαιότητας, ανασφάλειας, αναζήτησης και ερωτηματικών: ποιος είμαι, πώς είμαι, πώς φαίνομαι, τι θέλω. Χαρακτηρίζεται από αμφιθυμία (ανάγκη για ελευθερία και για προστασία ταυτόχρονα) και φόβο που συχνά τον ξορκίζει με το να γίνεται ριψοκίνδυνος, άλλοτε όμως και με την απομόνωση.
Αναζητά τις απαντήσεις μέσα από τον καθρέφτη και μέσα από το βλέμμα των άλλων που λειτουργούν ως ‘ζωντανός καθρέφτης’. Η εμφάνιση στο σώμα και στα ρούχα - το ‘λουκ’ -καθώς και η ομάδα των συνομιλήκων με τα ίδια γούστα και ενδιαφέροντα συνιστούν το προσωρινό ‘κέλυφος’, δίνουν μια προσωρινή ταυτότητα και τρόπους άμυνας.
Η εφηβεία μοιάζει με δεύτερη γέννηση (Fr. Dolto, 2007). Στην πρώτη, το βρέφος αποχωρίζεται το σώμα της μητέρας και την ασφάλεια που αυτό του προσφέρει ενώ σ’ αυτή τη 2η γέννηση ο έφηβος καλείται να αποχωριστεί το προστατευμένο περιβάλλον της οικογένειας και την προσκόλληση του στα γονεϊκά πρότυπα για να βγει έξω στον κόσμο, να γνωρίσει και να σχετιστεί με άλλους ανθρώπους. Αυτή η φυσιολογική διαδικασία αποχωρισμού, συμπίπτει με την ανάπτυξη στον έφηβο της αφαιρετικής και κριτικής ικανότητας της σκέψης του. Ο έφηβος κρίνει και αμφισβητεί τους γονείς, τους καθηγητές, άτομα που μέχρι πρότινος θαύμαζε.
Η εφηβεία λοιπόν, σηματοδοτεί : την αλλαγή, τη μεταμόρφωση, την μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, τον αποχωρισμό από το παιδικό σώμα, τις παιδικές συνήθειες και τρόπους συσχέτισης με τους άλλους κυρίως με τους γονείς.
Στην εφηβεία, ο έφηβος ξυπνά ερωτικά : το σώμα επιθυμεί, η ψυχή ερωτεύεται και το μυαλό φαντασιώνει.
Όχι όμως η ανορεκτική έφηβος.
Τα άτομα που πάσχουν από ψυχογενή ανορεξία αντιστέκονται σ’ αυτή τη φυσιολογική εξέλιξη και αλλαγή. Τόσο τα ίδια όσο και η οικογένεια τους αρνούνται να προσαρμοστούν σ’ αυτές ακριβώς τις αλλαγές που σηματοδοτεί η εφηβεία.
Τι είναι όμως η ψυχογενής ανορεξία;
Είναι μία ψυχοσωματική αρρώστια στην οποία εμπλέκονται τόσο το σώμα όσο και η ψυχή. Δίνει την εντύπωση μιας διατροφικής διαταραχής όπου το άτομο αρνείται την τροφή όμως η αιτία που την αρνείται είναι ψυχολογική (γι’ αυτό και λέγεται ψυχογενής ανορεξία). Δεν είναι ότι δεν έχει όρεξη να φάει αλλά επιβάλλει στον εαυτό του τη στέρηση της τροφής με το πρόσχημα ότι θα παχύνει ή ότι είναι παχύ.
Η ψυχογενής ανορεξία εκδηλώνεται με δύο διαφορετικούς τύπους: α) είναι η ανορεξία ‘στερητικού τύπου’, που χαρακτηρίζεται από μια παρατεταμένη και αυστηρή αποχή από το φαγητό. Τα άτομα μ’ αυτό τον τύπο ανορεξίας είναι περισσότερο εσωστρεφή και αρνούνται να παραδεχτούν πως νοιώθουν πείνα και άγχος, β) υπάρχει όμως και η ανορεξία ‘υπερκαταναλωτικού τύπου’. Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε σταδιακά επεισόδια υπερφαγίας που ακολουθούνται από τεχνητή πρόκληση εμετού. Τα άτομα αυτά είναι πιο εξωστρεφή, αναφέρουν συχνότερα άγχος, κατάθλιψη και ενοχές. Παραδέχονται επίσης ότι έχουν έντονη όρεξη.
Η άρνηση της τροφής έχει σαν αποτέλεσμα το σώμα να μην παίρνει την ενέργεια που χρειάζεται για να λειτουργεί κανονικά. Γι’ αυτό και τα άτομα που πάσχουν από νευρική ανορεξία έχουν συχνά πονοκεφάλους, κρυώνουν ενώ η θερμοκρασία είναι κανονική, η πίεση του αίματος χαμηλώνει, τα νύχια αδυνατούν και ραγίζουν εύκολα, τα μαλλιά αρχίζουν να πέφτουν και διαταράσσεται σοβαρά ο κύκλος της περιόδου. Σε πιο προχωρημένο στάδιο αρχίζουν να παθαίνουν βλάβες οι νεφροί, το συκώτι και η καρδιά. Γι’ αυτό και σ’ αυτή την αρρώστια το ποσοστό θνησιμότητας είναι μεγάλο. Οι στατιστικές μιλάνε για το 20% των ατόμων που πάσχουν από νευρική ανορεξία μπορεί τελικά να καταλήξουν.
Τα ανορεκτικά άτομα έχουν μια συμπεριφορά ασκητική που τους ωθεί να απαρνηθούν τις ανάγκες του σώματος, την θηλυκότητά τους και τις γενετήσιες επιθυμίες τους. Δεν αγαπούν το σώμα τους, γι’ αυτό και το παραμελούν μέχρι κακοποιήσεως και έχουν πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση, δηλαδή δεν πιστεύουν στον εαυτό τους και στις δυνατότητές τους. Ο μόνος τρόπος για να αντισταθμίσουν αυτή την έλλειψη αυτοπεποίθησης είναι η τελειότητα γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται από τελειομανία. Κατά τη δική τους αντίληψη μόνο το τέλειο είναι αξιαγάπητο και το τέλειο ισοδύναμο με το αδύνατο.
Η ζωή τους διέπεται από υπερδραστηριότητα τόσο σε νοητικό επίπεδο, (έχουν πολύ καλές σχολικές επιδόσεις), όσο και σε σωματικό, (αθλούνται πολλές ώρες την ημέρα).
Αυτό όμως που είναι χαρακτηριστικό είναι ότι μέσα από την όποια δραστηριότητα ή επιτυχία κι αν έχουν, τα ίδια τα άτομα δεν αντλούν χαρά ή ευχαρίστηση. Θα έλεγε κανείς ότι τα κάνουν όλα μηχανικά. Είναι άτομα ‘κλειστά’ και εσωστρεφή που απέχουν από το φυσιολογικό – υγειές πρότυπο ανάπτυξης του εφήβου που σας παρουσίασα λίγο πριν. Άλλα χαρακτηριστικά τους είναι η απόλυτη σκέψη, η εκλογίκευση και έλλειψη δημιουργικότητας, η διαρκής ανάγκη για έλεγχο των καταστάσεων και του εαυτού τους.
Όμως, ποιοι είναι οι λόγοι που ένα άτομο μπορεί να πάθει ψυχογενή ανορεξία;
Έχει παρατηρηθεί πως το οικογενειακό μοντέλο μέσα στο οποίο μεγαλώνουν τα ανορεκτικά άτομα είναι κλειστό, δεν προσαρμόζεται στις αλλαγές και στις μεταμορφώσεις που συνεπάγεται η εφηβεία. Οι οικογένειες των ατόμων με νευρική ανορεξία δεν επιτρέπουν στα νεαρά μέλη τους να αποδεχτούν μέσα από την εφηβεία το νέο τους σώμα και δεν τα βοηθούν να αποκτήσουν μια ενήλικη ταυτότητα. Κατά αυτόν τον τρόπο οι έφηβες κοπέλες νοιώθουν αμηχανία και δυσκολία να δημιουργήσουν μια νέα ταυτότητα σώματος και να νοιώθουν καλά με αυτή.
Η οικογένεια συνεχίζει να αντιμετωπίζει το παιδί - έφηβο σα να είναι μικρό παιδί και είναι μαζί του υπερπροστατευτική. Δίνει μεγάλη αξία στα υλικά αγαθά, στο φαγητό, στις καλές επιδόσεις. Ασκεί ασφυκτικό έλεγχο και δεν αφήνει πολλά περιθώρια για πρωτοβουλίες και έκφραση. Το άτομο νοιώθει αδύναμο να ελέγξει τις καταστάσεις γύρω του και το μόνο που τελικά μπορεί να ελέγξει είναι το ίδιο του το σώμα μέσα από τη δίαιτα και την άσκηση.
Έτσι, το άτομο καταφεύγει σε έναν ασκητικό τρόπο διατροφής. Συμβολικά, η νευρική ανορεξία εκφράζει την αδυναμία, ανικανότητα του ατόμου να αναλάβει τον γενετήσιο - σεξουαλικό του ρόλο και να αφομοιώσει τις μεταμορφώσεις που συνεπάγεται η εφηβεία (να αποδεχτεί την θηλυκή της ταυτότητα, να ερωτευτεί, να γίνει μητέρα). Έτσι παραμένει στο στάδιο της παιδικής ηλικίας διατηρώντας ένα σώμα παιδικό που δεν επιθυμεί ερωτικά και δεν είναι επιθυμητό. Συχνά, το πάχος συγχέεται με την εγκυμοσύνη.
Αν λάβουμε υπόψη μας ότι το φαγητό είναι ένας τρόπος επικοινωνίας της μητέρας με τα παιδιά της το ότι το παιδί αρνείται τη τροφή είναι σα να αρνείται να έχει σχέση με τη μητέρα. Πολλοί πιστεύουν ότι η ανορεξία πηγάζει από την ιδιόμορφη και διαστρεβλωμένη σχέση κυρίως ανάμεσα στην κόρη και την μητέρα με την σιωπηρή συναίνεση του πατέρα γεγονός που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι το ζευγάρι δεν έχει καλή σχέση.
Η διαστρεβλωμένη σχέση της μητέρας με την κόρη μας παραπέμπει στη διαστρεβλωμένη εικόνα που έχει το ανορεκτικό άτομο για το σώμα της όπου το βλέπει παχύτερο απ’ ότι είναι. Εδώ πρέπει να κάνουμε μια διευκρίνιση και μία διαφοροποίηση, ανάμεσα στο σχήμα του σώματος και στην εικόνα του σώματος.
Το σχήμα του σώματος αφορά την εξωτερική εμφάνιση. Είναι λίγο ως πολύ δεδομένο και λίγα μπορούμε να κάνουμε για να το αλλάξουμε. Μπορούμε ωστόσο να το τρέφουμε υγιεινά, να το γυμνάζουμε και να το περιποιούμαστε.
Η εικόνα του σώματος μας όμως, διαμορφώνεται αρχικά από τη σχέση που είχαμε ως βρέφη με τη μητέρα και τα άτομα που μας φροντίζανε. Διαμορφώνεται μέσα από τα συναισθήματά μας, τις συγκινήσεις μας την επαφή μας με τους γονείς μας. Όσο καλύτερη είναι η σχέση με τα άτομα που μας φροντίζανε ως μωρά, τόσο καλύτερη θα είναι η εικόνα μας και τόσο ανεπηρέαστοι τελικά θα μείνουμε από τα σχόλια των άλλων και τις τάσεις της μόδας. Θα έχουνε μπει οι βάσεις για την ανάπτυξη της πολυπόθητης αυτοεκτίμησης.
Αυτοεκτίμηση είναι ο σεβασμός και η αποδοχή στο σύνολο, των δυνατών αλλά και αδύνατων στοιχείων, των θετικών και αρνητικών πτυχών του ατόμου. Δείχνει το βαθμό στον οποίο το άτομο πιστεύει ότι είναι ικανό, σημαντικό, επιτυχημένο και άξιο. Όταν έχουμε εισπράξει την αποδοχή, το θαυμασμό, την αγάπη και την τρυφερότητα που είχαμε ανάγκη ως μωρά αυτό το ίδιο θα κάνουμε κι εμείς με τη σειρά μας αρχικά στον εαυτό μας και στους ανθρώπους που αγαπάμε. Στην εφηβεία αναπαράγουμε αυτό που έχουμε βιώσει ως παιδιά μωρά. Αν το βλέμμα του άλλου μας έδινε αποδοχή ή απόρριψη, αυτό θα εισπράξουμε και στην εφηβεία.
Η θεραπεία της ψυχογενούς ανορεξίας, είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία που περιλαμβάνει όλη την οικογένεια καθώς και μία ομάδα ειδικών : γιατρών και ψυχοθεραπευτών. Η αρρώστια ενός παιδιού στην οικογένεια δεν είναι ποτέ μια προσωπική υπόθεση του παιδιού, αφορά όλη την οικογένεια.
Όσο για την σχέση της ανορεξίας με τον κόσμο της μόδας, θα έλεγα ότι ο κόσμος της μόδας δε δημιουργεί την ανορεξία απλά την καλλιεργεί, την επιδεινώνει, όπως καλλιεργεί και άλλες μορφές ψυχοπαθολογίας όπως είναι οι εθισμοί. Η ανορεξία και ο κόσμος της μόδας έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά : χωρίς ερωτισμό, με πολύ ανταγωνισμό, με υπερδραστηριότητα, επιφανειακός κόσμος χωρίς συναισθήματα. Ταιριάζει πολύ στην ψυχοσύνθεση του ανορεκτικού ατόμου.

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011


Ανάλυση του θεατρικού έργου «Ο Πατέρας» μέσα από την θεωρία του Salvador Minuchin έτσι όπως αυτή αναπτύσσεται στο βιβλίο του «Οικογένειες και Οικογενειακή Θεραπεία»


Η οικογένεια είναι ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία. Είναι ένα μικρό σύνολο ατόμων – υποσύνολο που μπορεί να νοηθεί ως σύστημα. Το σύστημα αυτό της οικογένειας που λειτουργεί σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια έχει την δική του δομή που μετασχηματίζεται και προσαρμόζεται τόσο στην αναπτυξιακή πορεία των μελών της όσο και στις μεταβαλλόμενες καταστάσεις της κοινωνίας. Στόχος της πάντα είναι να διατηρήσει τη συνέχεια της και να προάγει την ψυχό - κοινωνική ανάπτυξη του κάθε μέλους της». (σελ. 113 - 114)

Το έργο του Αυγ. Στρίντμπεργκ «ο πατέρας», εκτυλίσσεται στο τέλος του 19 ου αιώνα (γράφτηκε το 1886), μέσα σε μία οικογένεια της εποχής αποτελούμενη από τον πατέρα – λοχαγό Λάσεν, τη μητέρα – Λάουρα, την μητέρα της – γιαγιά - και την παραμάνα του Λοχαγού. Στην οικογένεια συμμετέχουν επίσης ο αδελφός της Λάουρα – ο Πάστορας - και ο Γιατρός που ενοικιάζει κάποιο μέρος του σπιτιού.
Σε όλο το έργο διαδραματίζεται μια διαμάχη. Σε πρώτο πλάνο η διαμάχη επικεντρώνεται ανάμεσα στον πατέρα και στη μητέρα με θέμα την ανατροφή του παιδιού. Ο πατέρας θέλει να στείλει την κόρη του στην πόλη για να γίνει δασκάλα, ένα εφόδιο που το θεωρεί πολύ καλό είτε παντρευτεί είτε όχι, ενώ η μητέρα θέλει να την κρατήσει κοντά της και να την κάνει ζωγράφο.
Η αναπτυξιακή πορεία του ενός μέλους της οικογένειας, θέτει σοβαρούς τριγμούς στα θεμέλια της – στην πορεία της ίδιας της οικογένειας - και τη φέρνει αντιμέτωπη με ερωτήματα όπως : Ποιος θα έχει τον τελευταίο και καθοριστικό λόγο στις οικογενειακές αποφάσεις, ειδικά αυτές που αφορούν το μέλλον των παιδιών; Σε ποιόν ανήκουν τα παιδιά : στον πατέρα όπως υποστηρίζει ο Λοχαγός ή μήπως στη μητέρα όπως προσπαθεί να μας αποδείξει η Λάουρα;
Σε δεύτερο πλάνο, με εξίσου κυρίαρχο ρόλο παρουσιάζεται ο αδυσώπητος αγώνας των δύο συζύγων και κατ’ επέκταση των δύο φύλλων : « ο άντρας εναντίον της γυναίκας », όπως εξηγεί ο Λοχαγός στον Πάστορα.
Σε τρίτο πλάνο γινόμαστε μάρτυρες της αντίστασης και της πάλης ενάντια στην κοινωνική αλλαγή που προμηνύεται : στην αλλαγή της θέσης της γυναίκας, στην αμφισβήτηση των θεσμών του γάμου, της οικογένειας, της εκκλησίας, στην άνοδο της επιστημονικής σκέψης και έρευνας - αλλαγές που έχουν συλλάβει οι ευαίσθητες κεραίες του συγγραφέα. Θα λέγαμε ότι το έργο λειτουργεί ως οιωνός και εξάγγελος των κοινωνικών αλλαγών.
Άλλωστε όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο S. Minuchin : «Η οικογένεια πάντοτε διερχόταν φάσεις αλλαγής οι οποίες ακολουθούσαν παράλληλη πορεία με τις μεταβολές της κοινωνίας. Αναλάμβανε ή εγκατέλειπε τις λειτουργίες της προστασίας και της κοινωνικοποίησης των μελών της ανταποκρινόμενη στις ανάγκες του πολιτισμού».(σελ.105)« Η οικογένεια αποτελεί το καλούπι της ψυχό - κοινωνικής ανάπτυξης των μελών της ενώ πρέπει ταυτόχρονα να προσαρμόζεται στην κοινωνία και να εξασφαλίζει κάποια συνέχεια στην κουλτούρα της».(σελ. 108) «Η αλλαγή μεταφέρεται και περνά πάντοτε από την κοινωνία προς την οικογένεια.».(σελ. 112)
Οι δύο γονείς διεκδικούν την εξουσία τους για την ανατροφή του παιδιού τους, ο μεν πατέρας επικαλούμενος το γράμμα του Νόμου και την μέχρι τώρα πατριαρχική παράδοση ενώ η μητέρα υπαινίσσεται το δικαίωμα της να επιλέγει εκείνη τον γεννήτορα του παιδιού της, χωρίς να δεσμεύεται από το θεσμό του γάμου, προβάλλοντας τη δύναμη που της δίνει η γνώση ότι τελικά, αυτή και μόνον αυτή, μπορεί να ξέρει ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού, άρα να έχει αδιαμφισβήτητα δικαιώματα επάνω σ’ αυτό. Ο Λοχαγός πιστεύει πως με το συμβόλαιο γάμου η μητέρα
«πουλάει τα δικαιώματά της και παραιτείται από κάθε αξίωση. Ο άντρας σε αντάλλαγμα αναλαμβάνει να θρέψει εκείνη και τα παιδιά της».
Θεωρεί ότι το συμβόλαιο γάμου σφραγίζει την πατρότητα για την οποία ο ίδιος δεν έχει καμία αμφιβολία, ακόμη κι όταν η Λάουρα θέτει το θέμα της απιστίας. Αντιπαρέρχεται τον υπαινιγμό ως « άσχετο με το θέμα τους ».
Είναι τυπολάτρης, απόλυτος και άκαμπτος άρα επικίνδυνος να ‘σπάσει’, αλλά και πιο προκλητικός για την αντίπαλο του να τον κατατροπώσει με το ισχυρότερο ‘χαρτί’ της, την αμφιβολία : πώς μπορεί να είναι σίγουρος ότι το παιδί είναι δικό του; Πώς μπορεί να ξέρει, αν αυτή η ίδια δεν τον απάτησε με κάποιον άλλον; Η Λάουρα φαίνεται διατεθειμένη ‘για όλα’ προκειμένου να αποφασίσει αυτή για την ανατροφή της κόρης τους Βέθρας. Άλλωστε το δηλώνει απερίφραστα στο Λοχαγό πως :
« αν το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί με συμβιβασμό τότε θα πρέπει να λυθεί με τη βία ».
Όμως, ποια είναι η ‘δομή’ αυτής της οικογένειας, τα ‘πρότυπα συναλλαγής’ και ο ‘οικογενειακός της χάρτης’;
Σύμφωνα με τον Salvador Minuchin : «Η οικογενειακή δομή είναι το αθέατο, αόρατο σύνολο των λειτουργικών απαιτήσεων, το οποίο οργανώνει τους τρόπους με τους οποίους αλληλεπιδρούν τα μέλη μεταξύ τους………Μια οικογένεια είναι ένα σύστημα που λειτουργεί μέσω προτύπων συναλλαγής……Οι επαναλαμβανόμενες συναλλαγές εδραιώνουν πρότυπα σχετικά με το πώς, πότε και με ποιον θα σχετιστεί ο καθένας. Αυτά τα πρότυπα στηρίζουν τα θεμέλια του συστήματος».( Σελ. 114 )
Όπως έχει ήδη αναφερθεί την οικογένεια αποτελούν ο σύζυγος με την παραμάνα του, η σύζυγος με τη μητέρα της και η κόρη. Από νωρίς μαθαίνουμε από τον Λοχαγό ότι η Λάουρα
«είκοσι χρόνια τώρα μου συμπεριφέρεται σα να πρόκειται να πεθάνω από στιγμή σε στιγμή».
Από τον Πάστορα μαθαίνουμε επίσης ότι πάρα πολλές γυναίκες διευθύνουν το σπίτι του Λοχαγού, μια κατάσταση που ο ίδιος ο Λοχαγός βιώνει σαν να
«Είναι ένα κλουβί με τίγρεις – κι αν δεν κρατούσα ένα καυτό σίδερο κάτω από τη μύτη τους θα μ’ έριχναν κάτω και θα με κατασπάραζαν με την πρώτη ευκαιρία».
Όσο για την παραμάνα, ο Λοχαγός ομολογεί ότι:
«..μου φέρεται σα να φορούσα ακόμα τη σαλιαρίστρα μου.»
Λίγο αργότερα μας αποκαλύπτεται το πρότυπο συναλλαγής του ζευγαριού, που θέλει τη Λάουρα στο ρόλο της μάνας και τον Λοχαγό στο ρόλο του παιδιού.
Λάουρα : «Θυμάσαι, πρωτομπήκα στη ζωή σου σα δεύτερη μάνα σου; Το μεγάλο δυνατό σώμα σου φοβόταν. Ήσουν ένα μεγάλο αγόρι που άργησε να γεννηθεί ή που ήρθε ανεπιθύμητο» .
Λοχαγός : «Ναι. Νομίζω πως αυτό ήταν. Ο πατέρας κι η μητέρα δεν ήθελαν να γεννηθώ, κι έτσι γεννήθηκα χωρίς θέληση. Όταν εσύ κι εγώ γινήκαμε ένα, νόμισα πως ολοκλήρωνα τον εαυτό μου …κι έτσι άφηνα εσένα να διοικείς …κι εγώ που μέσα στο στρατώνα, ανάμεσα σε στρατιώτες έβγαζα διαταγές, μ’ εσένα ήμουνα εκείνος που εκτελούσε διαταγές. Μεγάλωσα πλάι σου, σ’ έβλεπα σαν ένα πλάσμα ανώτερο, σ’ άκουγα με προσοχή, λες κι ήμουνα το αθώο σου παιδί» .
Η Λάουρα βλέπει τον άντρα σαν ένα αδύναμο μεγάλο παιδί που είναι πρόθυμη να τον φροντίσει σα μάνα, τον απορρίπτει και τον μισεί όταν αυτός θυμάται τον αντρισμό του και την πλησιάζει ερωτικά :
«….σ’ αγαπούσα σαν παιδί μου…….Κάθε φορά που τα αισθήματα σου για μένα άλλαζαν, κι ερχόσουνα κοντά μου σαν εραστής, ντρεπόμουν, και το αγκάλιασμά σου ήτανε μια έκσταση που μου έφερνε τύψεις στη συνείδηση λες και το αίμα μου ντρεπόταν. Η μάνα γινόταν ερωμένη – ε! ».
Και σα να μην έφτανε αυτή η δήλωση, όταν ο Λοχαγός τη ρωτάει :
«Με μισείς ;»
του απαντάει
«Κάποτε. Όταν είσαι άντρας»
Μετά απ’ αυτές τις δηλώσεις, είναι να αναρωτιέται κανείς αν και κατά πόσο υφίσταται το ‘συζυγικό υποσύστημα’ που σύμφωνα με τον ορισμό του S. Minuchin, «σχηματίζεται όταν δύο ενήλικες διαφορετικού φύλου συνδέονται με ρητό σκοπό να δημιουργήσουν μία οικογένεια. Απαιτείται συμπληρωματικότητα και αμοιβαία προσαρμογή. Γι’ αυτό πρέπει να αναπτύξει πρότυπα συναλλαγής σύμφωνα με τα οποία ο κάθε σύζυγος στηρίζει τη λειτουργία του άλλου σε πολλούς τομείς. Χρειάζεται να παραχωρήσουν μέρος της διαφορετικότητας τους για να κερδίσουν την αίσθηση του ‘ανήκειν’. Αυτό το υποσύστημα μπορεί να γίνει καταφύγιο από τους εξωτερικούς στρεσογόνους παράγοντες και το καλούπι για την επαφή με άλλα κοινωνικά συστήματα. Να ενθαρρύνει τη μάθηση, τη δημιουργικότητα και την ανάπτυξη αλλά να ενεργοποιήσει και τις αρνητικές πλευρές του καθενός εκ των δύο συζύγων, όπως π.χ. το πρότυπο συναλλαγής «προστάτη – εξαρτώμενου». Αυτό το υποσύστημα πρέπει να θέσει ένα όριο στις παρεμβάσεις που δημιουργούν οι απαιτήσεις των άλλων υποσυστημάτων ειδικά όταν έχει παιδιά» (σελ.121 - 122)
Για τη Λάουρα όλοι οι άντρες είναι πιο αδύναμοι και ξέρει πάντα μέχρι ποιο σημείο θα τους δώσει και για ποιο λόγο, κάτι που παραδέχεται μπροστά στον Λοχαγό:
«Είναι παράξενο, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να κοιτάξω έναν άντρα χωρίς να σκεφτώ πως είμαι πιο δυνατή απ΄ αυτόν»…
«Ο έρωτας ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα είναι πόλεμος. Και μη νομίζεις ότι δόθηκα. Όχι δεν έδωσα, πήρα - ό,τι ήθελα να πάρω…..»
Ο λοχαγός αναγνωρίζει και παραδέχεται μπροστά της τη δύναμη και επιρροή που ασκούσε επάνω του αποκαλύπτοντας μας έτσι τη δυναμική της σχέσης τους : ήταν η θεά του που την πίστευε τυφλά :
«Με υπνώτιζες έτσι που ούτε να βλέπω ούτε ν’ ακούω μπορούσα, αλλά μόνο να υπακούω. Μου έδινες ωμή πατάτα και μ’ έκανες να πιστεύω πως ήταν ροδάκινο…..»
μέχρι που μια ωραία μέρα ‘ξύπνησε’ :
«……. κοίταξα γύρω μου και είδα πως η υπόληψή μου ντροπιαζόταν θέλησα να ξεπλύνω το στίγμα, με μια πράξη ανώτερη, μ’ ένα έργο γενναίο, μια ανακάλυψη ή μ’ ένα έντιμο θάνατο….Τότε ήταν που στράφηκα στην επιστήμη…»
Όμως αυτή τη ‘στροφή αυτονόμησης’ του Λοχαγού η Λάουρα τη βίωσε ως απειλή στην υπάρχουσα οικογενειακή τάξη πραγμάτων και επιχείρησε να την αποτρέψει. Στο τέλος ομολογεί στο Λοχαγό ότι
«Η παρουσία σου ήταν για μένα μια πέτρα στο στήθος, που πίεζε, πίεζε ώσπου η καρδιά μου επαναστάτησε ενάντια σ’ αυτό το βάρος που την έπνιγε. Αυτή είναι η αλήθεια, κι αν άθελά μου σε πλήγωσα, ζητώ να με συγχωρέσεις.»
Παρεμπόδισε λοιπόν, την εξέλιξη του επιστημονικού έργου του λοχαγού με την πίστη ότι :
« Έπρεπε να προφυλάξω την οικογένεια μου. Δεν μπορούσα να τον αφήσω να μας καταστρέψει όλους χωρίς να κάνω τίποτα γι’ αυτό ».
Αντιστέκεται στην αναπτυξιακή πορεία του Λοχαγού με τον ίδιο τρόπο που αντιστέκεται και στης κόρης της. Άλλωστε το ομολογεί αρκετά νωρίς στο έργο λέγοντας :
« Νομίζεις πως θ’ αφήσω την κόρη μου να πάει να ζήσει με ανθρώπους που θα της λένε πως όλα όσα της έμαθα είναι ανοησίες και να περιφρονήσει έτσι τη μάνα της για πάντα; »
Η Λάουρα φαίνεται να βιώνει τον εαυτό της και την οικογένεια μέσα από το ρόλο της σα μάνα και καθόλου σα γυναίκα ή σα σύζυγος. Εμμένει και επιμένει στην κατάχρηση εξουσίας που της δίνει ο ρόλος της ως γονιός χωρίς καμία διάθεση προσαρμογής στα καινούρια δεδομένα που σχετίζονται με την ανάπτυξη των μελών της οικογένειας και τη δημιουργία καινούριων αναγκών.
Όλα πρέπει να μείνουν ως έχουν. Θέλει να είναι η παντοδύναμη που όλα περιστρέφονται γύρω απ’ αυτή κι αυτή γύρω απ’ όλους. Έτσι αν ο Λοχαγός κερδίσει την αναγνώρισή του ως επιστήμονας και η κόρη της φύγει για σπουδές, δει κι ακούσει άλλα απ’ αυτά που η ίδια της έμαθε, φοβάται ότι θα χάσει όλη τη δύναμη επιρροής της πάνω στο παιδί.
Αντιθέτως, ο συνασπισμός που παραμένει ισχυρός σε όλη τη διάρκεια είναι ο ‘γυναικείος’ συνασπισμός της μάνας, και της γιαγιάς έναντι του άντρα – συζύγου και γαμπρού.Ακόμη και η παραμάνα φαίνεται να συμμετέχει σ’ αυτόν, αν και παραπαίει ανάμεσα στην γυναικεία - θηλυκή φύση που την κάνει ‘συνένοχο’ με τις άλλες γυναίκες και στην στοργή της ως ‘μάνα’, παρά- μάνα προς τον Λοχαγό. Το ίδιο παραπαίει και η κόρη, ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, ανίκανη να αρθρώσει το δικό της λόγο, έρμαιο της πάλης ανάμεσα στα δύο φύλα, στο παλιό με το καινούριο, της επιστήμης έναντι της εκκλησίας, του παγανισμού έναντι της θρησκείας.
Όσο για τη γιαγιά, μόνο την ακούμε να αναφέρεται χωρίς ποτέ να φανερώνεται… απασχολημένη ίσως να επικοινωνεί με τα πνεύματα ή μήπως να κινεί τα νήματα από τις μαριονέτες – μέλη της οικογένειας και να υπονομεύει το κύρος και την αξία του μοναδικού αρσενικού;
Το προφίλ και η δύναμη της γιαγιάς μας αποκαλύπτεται μόνο μέσα από τα λόγια της εγγονής απευθυνόμενη στον πατέρα της :
«Η γιαγιά λέει πως τα πνεύματα εκδικούνται όποιον μιλάει γι’ αυτά.»……,
«Η γιαγιά όμως λέει πως δεν καταλαβαίνεις, κι ότι εσύ έχεις πολύ χειρότερα πράγματα που βλέπουν τι γίνεται σε άλλους πλανήτες»……..,
«Η γιαγιά όμως λέει πως αυτή μπορεί και βλέπει πράματα που εσύ δεν μπορείς»
Είναι η κρυφή δύναμη που επηρεάζει κόρη και εγγονή φτιάχνοντας μια ‘θηλυκή εταιρεία’ έτοιμη να εξοντώσει όποιον τολμήσει να της εναντιωθεί. Κι όταν ο πατέρας αγανακτισμένος αναφωνεί ότι
«η γιαγιά λέει ψέματα»,
η εγγονή μην αντέχοντας την πτώση της γιαγιάς της και κυρίως της μητέρας της σκεπτόμενη ότι :
«Τότε κι η μαμά θα λέει ψέματα»,
βιάζεται να την υποστηρίξει απειλώντας τον πατέρα της πως :
«Αν πεις πως η μαμά λέει ψέματα, ποτέ δεν θα πιστέψω πια εσένα»,
για να σώσει έτσι το κύρος της μητέρας της που λειτουργεί ως το δικό της σημείο αναφοράς.
Αρκεί αυτή η στιχομυθία για να μας αποκαλύψει την ταύτιση των απόψεων σε τρεις γενιές, τη δύναμη της γιαγιάς επάνω στις άλλες δύο αλλά και τη δύναμη της Λάουρα έναντι του Λοχαγού. Ο λόγος του Λοχαγού φιλτράρεται μέσα από τη Λάουρα για να εγκριθεί ή να απορριφθεί αναλόγως.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του αδελφού της η Λάουρα είναι μια γυναίκα που
« όταν ήταν μικρή στεκόταν βουβή και ακίνητη σαν το λείψανο μέχρι να της γίνει το θέλημα . Κι αφού της κάνανε το χατίρι έδινε πίσω ό,τι είχε πάρει εξηγώντας ότι δεν ήταν το πράγμα που ήθελε αλλά το ότι έπρεπε να της γίνει το θέλημα ».
Και ο ίδιος ο λοχαγός παραδέχεται ότι τρομάζει από το πάθος της και μερικές φορές αναρωτιέται μήπως είναι άρρωστη.
Όλοι μέσα στο έργο υπαινίσσονται πως αν δεν το θέλει η Λάουρα δεν πρόκειται να γίνει….όλοι εκτός από το Λοχαγό που νοιώθει πως έχει το Νόμο με το μέρος του,
«Ο νόμος ορίζει πως το παιδί θ’ ανατραφεί με τα πιστεύω του πατέρα του»
κι αισθάνεται προς το παρόν ασφαλής. Όμως η Λάουρα πιστεύει πως :
« μια μάνα μπορεί και πρέπει να κάνει οποιοδήποτε έγκλημα για το παιδί της »,
ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να εξοντώσει τον πατέρα και σύζυγο, χωρίς ν’ αφήσει ίχνος αίματος όπως παρατηρεί κι ο Πάστορας :
«Ούτε μια σταγόνα αίμα να σε προδώσει, μήτε σημάδι από το δηλητήριο που κρύβεται εκεί μέσα! Ένας μικρός, αθώος φόνος που ο νόμος δε θα μπορέσει να βρει, ένα ακούσιο έγκλημα….»
Έτσι λοιπόν βάζει το σχέδιο της σε δράση, ένα σχέδιο που γλιστράει απλά και αθόρυβα πάνω στις γραμμές που ο ίδιος ο Λοχαγός είχε βάλει. Με αφορμή ένα τυχαίο γεγονός που αφορούσε το υπηρετικό προσωπικό, ο Λοχαγός εκφράζει την άποψη ότι ένας σωστός άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος για την πατρότητα του παιδιού, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το Νόμο ο οποίος
« δε λέει καθαρά ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού » .
Είναι σα να παίζανε μια παρτίδα χαρτιά κι ο Λοχαγός πέταξε το χαρτί που έλειπε στη Λάουρα για να ‘κλείσει’ ! Από καιρό μεθόδευε την υπονόμευση του Λοχαγού, αλλά μόλις τώρα το σχέδιο της, ‘επιχείρηση αποδυνάμωσης’, μπαίνει σε εφαρμογή και εκτυλίσσεται σε τρεις άξονες : στον έναν άξονα του ενσταλάζει την αμφιβολία :
« Έχει αποδειχτεί τώρα τελευταία ότι κανένας δεν μπορεί να ’ναι βέβαιος για το ποιος είναι ο πατέρας ενός παιδιού »
Κι όταν ο Λοχαγός δεν καταλαβαίνει το νόημα του λέει κατάμουτρα :
« Δεν μπορείς να είσαι βέβαιος ότι είσαι ο πατέρας της Βέθρας » .
Αυτό είναι ένα καίριο πλήγμα στη δύναμη και στην τιμή του αλλά και στην επιθυμία του για ζωή.

Για το Λοχαγό, η πατρότητα σημαίνει επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα και τις συμβάσεις της. Ένας πατέρας για να θρέψει την οικογένεια του πρέπει να έχει μια σταθερή δουλειά, να έχει αποδεχτεί την έννοια των συμβάσεων προκειμένου να διατηρήσει τη δουλειά του, με λίγα λόγια να βάλει τις ανάγκες του παιδιού σε προτεραιότητα και τις δικές του σε δεύτερη μοίρα. Είναι ο γεννήτορας και ο τροφοδότης .
Σε μεταφυσικό επίπεδο, για έναν επιστήμονα και υλιστή που δεν πιστεύει και δεν ακολουθεί κάποια θρησκεία όπως τον κατηγορεί η παραμάνα του, η πατρότητα του εξασφαλίζει την είσοδο θα λέγαμε στην μεταθανάτιο ζωή. Γιατί όπως λέει χαρακτηριστικά και ο ίδιος :
«Δεν πιστεύω στη νεκρανάσταση, μα το παιδί αυτό ήταν για μένα η ζωή μου μετά θάνατον. Ήταν η ιδέα μου για την αθανασία – η μόνη ίσως που έχει κάποια βαθύτερη σχέση με την αλήθεια. Αν μου την πάρεις μου παίρνεις τη ζωή»
……………………………………………………………………………………………
«Τι μ’ ωφελεί εμένα οτιδήποτε τώρα που μου στερήσανε την ελπίδα της αθανασίας, ……..Τώρα θέλω να πεθάνω! Κάντε με ό,τι θέλετε! Πια δεν υπάρχω!»
Στο δεύτερο άξονα τον αποδυναμώνει σαν επιστήμονα παρακρατώντας εδώ και μήνες την αλληλογραφία του που περιλαμβάνει στοιχεία απαραίτητα για την εξέλιξη της επιστημονικής του έρευνας και της ανάδειξης του. Όταν το ανακαλύπτει ο Λοχαγός νοιώθει σα να του ‘έκοψε το χέρι, λίγο πριν το απλώσει για να πάρει τους καρπούς των κόπων του’ και της λέει :
«Τώρα δεν έχω τιμή και δεν μπορώ να ζω, γιατί χωρίς τιμή δε ζει ο άντρας.»
Στον τρίτο άξονα τον διαβάλλει στους συνεργάτες του και οικογενειακούς φίλους ότι είναι ψυχικά και πνευματικά άρρωστος έχοντας επίσης και τα απαραίτητα εχέγγυα για να στηριχτεί : μια επιστολή του Λοχαγού σε κάποιο γνωστό του γιατρό, πριν από έξη χρόνια, όπου του ομολογούσε ότι φοβόταν για τα λογικά του. Φροντίζει επίσης να προϊδεάσει τον νεοαφιχθέντα γιατρό και ενοικιαστή τους ότι ο άντρας της
« δεν είναι στα καλά του » .
Επιπλέον, χρησιμοποιεί τις συμβουλές του γιατρού που τη διαφωτίζει πώς πρέπει να συμπεριφέρεται στον άντρα της για να μην επιδεινωθεί η κατάστασή του,
« Αποφεύγετε να συζητάτε με τον άντρα σας θέματα που τον εξάπτουν. Σ’ ένα άρρωστο μυαλό οι φαντασιώσεις ευδοκιμούν σαν τα καλάμια, κι εύκολα γίνονται έμμονες ιδέες ή και μονομανία. Ο ασθενής εντυπωσιάζεται από το καθετί και κατά συνέπεια υποψιάζεται τα πάντα. »
ακριβώς για να την επιδεινώσει !
Χρησιμοποιεί την υποψία της αμφιβολίας και την αφήνει να λειτουργήσει διαβρωτικά. Όπως το νερό εισχωρεί αργά και σταθερά στον σκληρό βράχο έτσι και η αμφιβολία διαβρώνει τη βεβαιότητα - σταθερότητα του λοχαγού και τον οδηγεί σταδιακά στο παραλήρημα :
«σε τελευταία ανάλυση ποιος άντρας μπορεί με σιγουριά να λέει ότι τα παιδιά είναι δικά του. Το φρονιμότερο γι’ αυτόν θα ήταν να αποκαλεί τα παιδιά ως ‘τα παιδιά της γυναίκας μου’ » .
Και λίγο μετά προτείνει :
« Πρώτα πρέπει να γίνεται ο γάμος για να ’χουμε κοινωνική υπόληψη , αμέσως μετά να χωρίζουμε και να γινόμαστε εραστές και να υιοθετούμε το παιδί . Έτσι θα ’σαι τουλάχιστον ήσυχος πως αυτό είναι το παιδί σου που υιοθέτησες »
Πώς όμως καταφέρνει να
« ξηλώσει τις συνδέσεις για να αρχίσουν οι ρόδες να κυλάνε προς τα πίσω»,
όπως πολύ εύστοχα την κατηγορεί ο Λοχαγός ; Αρκεί μόνο να δεχτούμε την άποψη της ότι « το μυαλό μου είναι ίδιο με τη θέλησή μου » ή την άποψη του Λοχαγού που της λέει ότι δεν έχει
«αισθήματα ούτε ηθικό φραγμό»,
για να παραδεχτούμε τη δύναμη και την υπεροχή της ; Ποιο είναι το αδύνατο σημείο του Λοχαγού
Από την παραμάνα μαθαίνουμε ότι ο Λοχαγός ήταν ένα τρελό μωράκι που έπρεπε να του λένε ιστορίες γιατί αλλιώς νόμιζε πως όλοι θέλανε το κακό του. Και ως ενήλικας σκέφτεται άσχημα για όλο τον κόσμο και είναι καχύποπτος.
Σε όλο το έργο βλέπουμε την αμφιθυμία του Λοχαγού απέναντι στη γυναίκα που άλλοτε την αγαπάει τρυφερά και ζητάει καταφύγιο στην αγκαλιά της
«Ω, είναι γλυκό να κοιμάσαι στον κόρφο της γυναίκας, μάνας ή αγαπητικιάς, μα πιο γλυκό στης μάνας!»
κι άλλοτε τη μισεί ως άσπονδο εχθρό και την παρομοιάζει με ‘Ομφάλη’ :
«…..Πιστεύω πως όλοι είσαστε εχθροί μου. Η μάνα μου ήταν εχθρός μου. Δεν ήθελε να με φέρει στον κόσμο γιατί η γέννησή μου θα την έκανε να πονέσει. Στέρησε το πρώτο μου έμβρυο από τη θρεπτική του ουσία, κι έτσι γεννήθηκα σχεδόν σακάτης. Η αδελφή μου ήταν εχθρός μου, όταν μ’ έμαθε πως ήμουν κατώτερος από ’κείνην. Η πρώτη γυναίκα που φίλησα ήταν εχθρός μου – αυτή μου ‘δωσε δέκα χρόνια αρρώστιας σ’ αντάλλαγμα για την αγάπη που της έδωσα. Η κόρη μου έγινε εχθρός μου όταν εσύ την ανάγκασες να διαλέξει ανάμεσα στους δυο μας. Κι εσύ, η γυναίκα μου, ήσουν ο πιο θανάσιμος εχθρός μου, γιατί δε μ’ άφησες από κοντά σου ωσότου έστυψες τη ζωή από πάνω μου.»
Ο Λοχαγός νοιώθει προδομένος από τη Γυναίκα που πίστεψε κι αγάπησε, από την Αγάπη ως αξία
«……Ίσως να φταίει η ιδέα του γάμου. Στα παλιά τα χρόνια παντρευόταν ένας μια σύζυγο. Τώρα κάνει μια επιχείρηση με ένα θηλυκό συνέταιρο ή συγκατοικεί μ’ ένα φίλο. Κι ύστερα διαφθείρει το συνέταιρο ή ατιμάζει το φίλο. Πού είναι η αγάπη – ο ζωντανός, αισθαντικός έρωτας ; Πέθανε από ασιτία. Και ποιο το αποτέλεσμα απ’ αυτή την ερωτική αγοραπωλησία, μια ανοιχτή επιταγή σε λογαριασμό που χρεοκόπησε ;…..»

αλλά κι από τον θεσμό του γάμου και της οικογένειας που υπηρέτησε σαν πειθήνιος στρατιώτης,
«Δούλεψα σα σκλάβος για σένα και για το παιδί σου…Θυσίασα τη ζωή μου και την καριέρα μου, τράβηξα βάσανα, συφορές, αγρύπνιες…….για να χαρείς μια καινούρια ζωή με το παιδί σου. Τα υπόφερα όλ’ αυτά χωρίς παράπονο γιατί πίστευα πως ήμουν ο πατέρας αυτού του παιδιού. Αυτή είναι η πιο τέλεια μορφή κλεψιάς, η πιο βάναυση δουλεία. Δούλεψα 17 χρόνια για έγκλημα που δεν έκανα . Τι θα μου δώσεις για αντάλλαγμα ;»

Απομονωμένος στο ρόλο του σπερματοδότη και τροφοδότη, παροπλίζεται σαν πλοίο που ολοκλήρωσε την αποστολή του :
«Η δουλειά σου σαν πατέρας και τροφοδότης έχει τελειώσει. Τώρα δεν χρειάζεσαι πια άλλο και μπορείς να φύγεις. Το μυαλό μου βλέπεις είναι ίδιο με τη θέλησή μου, κι αφού δεν έχεις διάθεση να μείνεις και να το δεχτείς, μπορείς να πηγαίνεις»,
του λέει ψυχρά και αποφασιστικά η Λάουρα και τον καταρρακώνει.
Αφήνεται λοιπόν να εξοστρακιστεί ως τσουκνίδα που δεν έχει θέση ανάμεσα στις βιολέτες, όπως πολύ ποιητικά το ομολογεί ο Πάστορας στη Λάουρα :
«Πάντα μου, ξέρεις, τον έβλεπα σαν τσουκνίδα στις βιολέτες μας».
Έτσι όμως μας αποκαλύπτεται η θέση, η στάση και η συμμετοχή του Πάστορα, αδελφού της Λάουρα, - η δράση του ‘αδελφικού υποσυστήματος’ - μέσα σ’ αυτή τη ‘συνομωσία αποδυνάμωσης’ του πατέρα. Ο ίδιος ο πάστορας παραδέχεται τη συμμετοχή του
«Νομίζεις πως εγώ είμαι αμέτοχος ;»,
στον ανορθόδοξο πόλεμο που γίνεται εναντίον του Λοχαγού από την αρχή του έργου, γεγονός που λίγο φαίνεται να ξαφνιάζει ή να ανησυχεί τον Λοχαγό αφού το προσπερνάει για να συνεχίσει την κουβέντα του.
Η συμμετοχή του είναι σιωπηρή αλλά άκρως υποστηρικτική σ’ αυτό που είναι βέβαιος ότι θα καταφέρει η αδελφή του. Άλλωστε στο τέλος θριαμβολογεί σαν οπαδός που η αγαπημένη του ομάδα κατατρόπωσε την αντίπαλο. Φουσκώνει από περηφάνια και καμάρι αναφωνώντας :
«Δεν έχω παρά να σε θαυμάσω !».
Ελπίζει ότι θα γευτεί κι αυτός λίγο απ’ αυτή τη νίκη – εγκλεισμό του Λοχαγού σε άσυλο – και βιάζεται να αναλάβει τον καινούριο ρόλο του :
«Κι εγώ θα γίνω κηδεμόνας αυτού του αιρετικού!».
Όταν όμως η Λάουρα δε συμμετέχει στη θριαμβολογία του, θυμώνει και της λέει με μια δόση ειρωνείας που αποκαλύπτει την ενοχή της και υπαινίσσεται τις δικές του ενοχές:
«Είσαι πολύ δυνατή…αφάνταστα δυνατή! Σαν αλεπού στη φάκα, κάλλιο το ΄χεις να κόψεις δαγκώνοντας το πόδι σου παρά να μείνεις να σε πιάσουν. Σαν αρχικλέφτης περιφρονείς κάθε συνεργό, και τη συνείδηση σου ακόμα»

Σύμφωνα με τον Salvador Minuchin : «Μία οικογένεια υπόκειται σε εσωτερικές πιέσεις, οι οποίες προέρχονται από αναπτυξιακές αλλαγές που συμβαίνουν στα ίδια τα μέλη και τα υποσυστήματά της, καθώς και εξωτερικές πιέσεις οι οποίες προέρχονται από τις απαιτήσεις για προσαρμογή σε σημαντικές κοινωνικές συνθήκες και τους θεσμούς που ασκούν επίδραση στα μέλη της οικογένειας. Η ανταπόκριση στα συστήματα αυτά, εσωτερικά και εξωτερικά, απαιτεί ένα διαρκή μετασχηματισμό των θέσεων των μελών της οικογένειας ως προς τις σχέσεις του ενός με το άλλο, ώστε να μπορέσουν να εξελιχθούν ενώ το σύστημα διατηρεί τη συνέχεια του. Σύμφυτο με τη διαδικασία της αλλαγής είναι το στρες που προκύπτει από την προσαρμογή σε νέες καταστάσεις».(σελ. 128-129)
Η οικογένεια αυτή παρουσιάζει μια απόλυτη ανικανότητα να προσαρμοστεί τόσο στις αλλαγές που επιβάλλονται από την κοινωνία όσο και σ’ αυτές που έρχονται από την αναπτυξιακή πορεία των μελών της, της κόρης και του Λοχαγού. Ο Λοχαγός είναι έτοιμος να κάνει το μεγάλο βήμα : τη μετάβαση από στρατιωτικός σε καταξιωμένο επιστήμονα μετάβαση που μεθοδευμένα σαμποτάρεται από τη Λάουρα. που την βιώνει ως απειλή στην τάξη πραγμάτων. Έτσι όπως βιώνει και τη μετάβαση της κόρης της στην ενηλικίωση, στην ανεξαρτητοποίηση της. Τη θέλει κοντά της σύμμαχο και ακόλουθο. Μπλοκάρει το μετασχηματισμό της οικογένειας και συνεργεί στην καταστροφή της αρκεί να κρατήσει τον έλεγχο με όποιο κόστος.
Ανταποκρίνεται έτσι στο μοντέλο που ο S. Minuchin ορίζει ως «παθολογικές οικογένειες» οι οποίες μπροστά στο στρες αυξάνουν την ακαμψία των προτύπων συναλλαγής και των ορίων τους και αποφεύγουν ή αντιστέκονται σε οποιαδήποτε εξερεύνηση εναλλακτικών προτύπων. (σελ.129)
Κατά τον S. Minuchin, «Σε όλες τις κουλτούρες η οικογένεια αποτυπώνει στα μέλη της την έννοια της ατομικότητας. Η ανθρώπινη εμπειρία της ταυτότητας αποτελείται από δύο στοιχεία : την αίσθηση ότι ανήκουν κάπου και την αίσθηση της ανεξαρτησίας και του ξεχωριστού. Το καλούπι μέσα στο οποίο η ταυτότητα παίρνει ορισμένη μορφή, είναι η οικογένεια».( Σελ. 107)
Η συγκεκριμένη οικογένεια, έχει αναπτύξει το ένα σκέλος της αποστολής της που σχετίζεται με την αίσθηση του ‘ανήκειν’ αδυνατεί όμως να αποδεχτεί, πόσο μάλλον να υλοποιήσει, το άλλο που σχετίζεται με την αυτονόμηση των μελών της. Αυτό ισχύει και για τους δύο γονείς αφού και οι δύο διεκδικούν λυσσαλέα τους ‘τίτλους ιδιοκτησίας’ του παιδιού τους.
Η οικογένεια μπαίνει λοιπόν σε μια κατάσταση ‘παγιδευτικής εμπλοκής’ που σημαίνει ότι : «Στρέφεται προς τον εαυτό της και αναπτύσσει το δικό της μικρόκοσμο. Παρουσιάζει έτσι αύξηση του ενδιαφέροντος ανάμεσα στα μέλη και μείωση της απόστασης. Τα όρια θολώνουν και η διαφοροποίηση του οικογενειακού συστήματος υποβαθμίζεται. Αποτέλεσμα η υπερφόρτωση και η έλλειψη ενέργειας για να προσαρμοστεί στην αλλαγή όταν βρεθεί σε στρεσογόνες συνθήκες.
Η αυξημένη αίσθηση του «ανήκειν» απαιτεί μεγάλη εκχώρηση της αυτονομίας. Η έλλειψη διαφοροποίησης αποθαρρύνει την αυτόνομη διερεύνηση και τον έλεγχο των προβλημάτων με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ανάπτυξης των γνωστικό - συναισθηματικών ικανοτήτων των μελών της».(σελ. 119)
Οι έννοιες ‘κλειδιά’ όπως : μετασχηματισμός, προσαρμογή, ευελιξία, αναδόμηση, εναλλακτικά πρότυπα συναλλαγής, συνέχεια, που προσδιορίζουν την εννοιολογική αναπαράσταση μιας φυσιολογικής οικογένειας απουσιάζουν πλήρως από τη συγκεκριμένη.
Σύμφωνα με τον Salvador Minuchin : «Η εννοιολογική αναπαράσταση μιας φυσιολογικής οικογένειας έχει τρεις όψεις : Κατ’ αρχάς, μια οικογένεια με την πάροδο του χρόνου μετασχηματίζεται, προσαρμόζεται, και αναδομείται για να συνεχίσει να λειτουργεί….
Δεύτερον η οικογένεια έχει μια δομή, η οποία μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο όταν αυτή βρίσκεται σε δράση και λειτουργεί. Προτιμάει συγκεκριμένα πρότυπα συναλλαγής. Η ισχύς του συστήματος εξαρτάται από την ικανότητα του να κινητοποιεί εναλλακτικά πρότυπα συναλλαγής, όταν εσωτερικές ή εξωτερικές συνθήκες που αφορούν την οικογένεια απαιτούν την αναδόμησή του. Τα όρια των υποσυστημάτων πρέπει να είναι σταθερά αλλά και εύκαμπτα….
Τέλος, μια οικογένεια προσαρμόζεται στις πιέσεις με τρόπο που της επιτρέπει να διατηρεί τη συνέχεια της και συγχρόνως καθιστά δυνατή την αναδόμησή της. Αλλιώς δυσλειτουργεί και χρειάζεται θεραπευτική παρέμβαση».(σελ. 138)

Ποιο είδος θεραπευτικής παρέμβασης θα ήταν κατάλληλο γι’ αυτή την οικογένεια ; Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιος θα μπορούσε ή θα τολμούσε να αρθρώσει το αίτημα για θεραπευτική παρέμβαση. Δείχνουν όλοι τόσο άκαμπτοι και παγιδευμένοι στην διεκδίκηση της εξουσίας που θα τους ήταν δύσκολο να εκχωρήσουν έστω και λίγη εξουσία στον θεραπευτή.
Ίσως μόνο ο Γιατρός – ένοικος του σπιτιού, θα μπορούσε να προτείνει μια τέτοιου είδους παρέμβαση, αν κατάφερνε να διατηρήσει την επαγγελματική του αμεροληψία. Τον βλέπουμε όμως κι αυτόν να συγχέει τα όρια του επαγγελματία με του γείτονα - ενοικιαστή οπότε άλλοτε γίνεται άθελά του συνεργός στο έγκλημα, άλλοτε αποστασιοποιείται ενώ στο τέλος επικαλείται της ιδιότητας του για να γίνει και πάλι συνεργός.
Αν τελικά αυτή η οικογένεια έφτανε στο κατώφλι του οικογενειακού θεραπευτή το ερώτημα που τίθεται είναι : ποια από τις επτά κατηγορίες χειρισμών που επιφέρουν την αναδόμηση κατά τον S. Minuchin (κεφ.8ο σελ. 259) θα ήταν η καταλληλότερη;
Δεδομένου ότι τα όρια είναι θολά και ασαφή όπως είναι χαρακτηριστικό σε μια οικογένεια που βρίσκεται σε ‘παγιδευτική εμπλοκή’, όπου τα προσωπικά όρια αλλά και αυτά των υποσυστημάτων έχουν καταπατηθεί, φρόνιμο θα ήταν για αρχή η επισήμανση των ορίων με στόχο την επαναχάραξη τους.
Με δεδομένο την ανυπαρξία του συζυγικού υποσυστήματος, σε δεύτερη φάση η έμφαση θα δινότανε στην ανάπλαση των οικογενειακών προτύπων συναλλαγής με επίκεντρο φυσικά το ζευγάρι που αδυνατεί να υπάρξει ως τέτοιο.
Διαβάζοντας ξανά και ξανά την ιστορία αυτής της οικογένειας συχνά ένοιωθα σα να την παρατηρούσα μέσα από ένα μονόδρομο καθρέφτη και ποτέ δεν έπαψα να γοητεύομαι από τη δύναμη των διαλόγων της και τη διαχρονικότητα των θεμάτων της. Έναν αιώνα και κάτι, αφότου γράφτηκε, παραμένει επίκαιρη αφού σκιαγραφούνται με σχολαστικές πινελιές θέματα που έχουν να κάνουν με το θεσμό του γάμου και την αξία του, με την αγάπη και τον έρωτα στα δύο φύλα αλλά και την εναγώνια πάλη τους για κυριαρχία.
Τι είναι ο έρωτας τελικά ; Είναι ο έρωτας για ένα παιχνίδι δύναμης, που δεν τελειώνει ποτέ, χωρίς προκαθορισμένους κανόνες και γι’ αυτό πάντα γοητευτικό ;


Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Ασθένεια ή Στάση Ζωής;
Η σχέση μας με το φαγητό ξεκινάει, από τη στιγμή της γέννησης μας και είναι ταυτόσημη με την μητέρα ή το άτομο που έχει αναλάβει αυτόν το ρόλο. Καθώς η μάνα ταΐζει το παιδί, μαζί με την υλική τροφή του δίνει και τα δικά της συναισθήματα κι αυτή είναι η λεγόμενη συναισθηματική τροφή η οποία δίνεται καταρχάς μέσα από την επαφή σώμα με σώμα,(ιδίως όταν υπάρχει θηλασμός), αλλά και μέσα από το βλέμμα, την αγκαλιά, το χάδι, ακόμη και τον λόγο που μοιάζει με χάδι!. Το φαγητό τρέφει το σώμα και το συναίσθημα την ψυχή. Συμβάλει έτσι στην ψυχό - συναισθηματική μας ανάπτυξη.
Μέσα από το σώμα το βρέφος επικοινωνεί με το περιβάλλον του. Εκπέμπει τα δικά του μηνύματα (πείνας, πόνου, ευχαρίστησης, δυσφορίας) και λαμβάνει μηνύματα από τον περίγυρο, μηνύματα αγάπης ή μη, ενδιαφέροντος ή αδιαφορίας, αποδοχής ή απόρριψης.
Η Alice Miller (2009), πιστεύει ότι όλη η ιστορία της ζωής μας είναι αποθηκευμένη στο σώμα μας. Όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα καταγράφονται κατευθείαν στο σώμα με την μορφή συναισθήματος – συγκίνησης και κατόπιν παίρνουν την μορφή του αισθήματος. Στη γλώσσα μας χρησιμοποιούμε εκφράσεις που εμπεριέχουν το σώμα για να εκφράσουμε πώς νοιώθουμε όπως για παράδειγμα ‘μου λύθηκαν τα γόνατα’(για τον φόβο), ή ‘μου ράγισες την καρδιά’ (για την θλίψη), ‘ μου έπρηξες το συκώτι’ (για το θυμό), ‘μου έκανες το κεφάλι καζάνι’ (για την στενοχώρια), ‘μου κόπηκε η χολή’ (για τον τρόμο) και άλλες.
Πιστεύει λοιπόν η Alice Miller (2009) πως αν ικανοποιηθούν οι ανάγκες του παιδιού για αγάπη (δηλ. στοργή, προσοχή, προστασία, συμπάθεια, φροντίδα και επιθυμία για επικοινωνία) το σώμα του θα κρατήσει αυτή την καλή ανάμνηση, και αργότερα, ως ενήλικας, αφενός θα έχει μία καλή ‘εικόνα του σώματος’ αφετέρου θα μπορεί να προσφέρει την ίδια αγάπη στα παιδιά του. Η ‘εικόνα του σώματος’ περιλαμβάνει τη ζωντανή σύνθεση των συναισθηματικών του εμπειριών και διαμορφώνει την αντίληψη που έχει το άτομο για το σώμα του και τον εαυτό του συνολικά. Αν πάλι (αυτές) οι ανάγκες του παιδιού για αγάπη δεν ικανοποιηθούν στο βαθμό που χρειάζεται, (ικανοποιηθούν λιγότερο ή περισσότερο) τότε η έλλειψη ή το ‘μπούκωμα’ καταγράφεται επίσης στο σώμα και εφόσον οι συναισθηματικές εμπειρίες δεν είναι καλές δεν είναι καλή και η εικόνα του σώματος.
Οι διατροφικές διαταραχές, όπως είναι η νευρική ανορεξία, η βουλιμία και η παχυσαρκία εκδηλώνονται μέσα από το σώμα, με κοινό παρονομαστή την στάση τους απέναντι στην τροφή. Στην περίπτωση της νευρικής ανορεξίας η άρνηση του ατόμου προς την τροφή συμβολίζει την άρνησή του προς τον τρόπο που σχετίζεται με το περιβάλλον του που το ‘μπουκώνει’ μηχανικά χωρίς να αφουγκράζεται τις συναισθηματικές του ανάγκες. Στην περίπτωση της βουλιμίας ή της παχυσαρκίας το άτομο που είναι συναισθηματικά πεινασμένο, αναζητά απεγνωσμένα να γεμίσει το κενό με οτιδήποτε μπορεί να θεωρήσει ότι θα το χορτάσει. Αλλά επειδή ακριβώς – όπως οι ανορεξικοί- δεν γνωρίζει τι χρειάζεται, δεν νοιώθει ποτέ χορτάτο. Το άτομο θέλει να τρώει, «πολύ απ’ όλα», όπως μου απάντησε κάποτε μια υπέρβαρη κυρία με αυτοσαρκαστικό χιούμορ. Επιθυμεί να είναι ελεύθερο να φάει ό,τι θέλει, χωρίς περιορισμούς και τελικά πέφτει θύμα της αδηφαγίας του δημιουργώντας σχέση εξάρτησης με το φαγητό.
Έχει παρατηρηθεί ότι το οικογενειακό πλαίσιο των παχύσαρκων ατόμων συχνά είναι ένα συμπαγές και κλειστό κύκλωμα που δεν αφήνει πολλά περιθώρια αυτονομίας στα μέλη του. Δεν επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων, των απόψεων, των κινήσεων, «κρατά κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα», καθώς λέει και το τραγούδι… όπως στην περίπτωση μιας υπέρβαρης κυρίας που δεν της είπανε ποτέ ανοιχτά οι γονείς της ότι ήταν υιοθετημένη και μάλιστα από τον αδελφό της θετής μητέρας της. Μεγαλώνοντας έβλεπε πόσο πολύ έμοιαζε στην βιολογική της μητέρα κι όμως ποτέ δεν τόλμησε να το συζητήσει ανοιχτά με κανέναν πλην της αδελφής της, όταν πια είχε μεγαλώσει….
Η απουσία συναισθηματικής ανταλλαγής και ουσιαστικής επικοινωνίας με τους γονείς έχει σαν συνέπεια τα άτομα να δυσκολεύονται να προσδιορίσουν και να αναγνωρίσουν τη δική τους ταυτότητα, την δική τους ‘εικόνα του σώματος’ ενώ διακατέχονται από την αίσθηση ότι είναι αόρατα, μη υπολογίσιμα, αφού κανείς δεν λαμβάνει υπόψη του πώς νοιώθει το άτομο. Το να αποκτήσει κανείς όγκο είναι μια ασυνείδητη απάντηση σ’ αυτή την αίσθηση του αόρατου.
Πολύ συχνά δε, στο ιστορικό των παχύσαρκων και των βουλιμικών ατόμων αναφέρεται περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης από συγγενικό πρόσωπο στην παιδική τους ηλικία. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η παχυσαρκία είναι η άμυνα που ασυνείδητα χρησιμοποιεί το άτομο για να προστατευθεί από τα προβλήματα που μπορεί να επιφέρει ένα ελκυστικό σώμα.
Είναι αναμενόμενο ότι σε τέτοια περιβάλλοντα αναπτύσσονται άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση που δεν πιστεύουν στις δυνατότητες τους, που έχουν έντονη την αίσθηση ότι δεν ελέγχουν τη ζωή τους, κάτι που καθρεφτίζεται στις διατροφικές τους συνήθειες. Τα παχύσαρκα ή υπέρβαρα άτομα πολύ συχνά καταφεύγουν σε επεισόδια βουλιμίας όπου τρώνε τεράστιες ποσότητες φαγητού σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και χωρίς συνείδηση του τι κάνουν, ανεξέλεγκτα. Μόνο που τα παχύσαρκα, σε αντίθεση με τα άτομα που πάσχουν από νευρική βουλιμία, δεν προκαλούν εμετό, δεν κάνουν κατάχρηση των καθαρτικών. Γι’ αυτό και συσσωρεύεται το λίπος. (Στην περίπτωση των ανορεξικών, για να αντισταθμίσουν την αίσθηση μη ελέγχου που έχουν για τη ζωή τους καταφεύγουν στον απόλυτο έλεγχο του σώματός τους).
Οι λόγοι που έχουν αναφερθεί ότι οδηγούν τα άτομα σε τέτοιες κρίσεις βουλιμίας, (εγώ τις λέω ‘γαστρονομικό πανικό’) είναι πάντοτε λόγοι συναισθηματικοί : θλίψη, ανία, αγωνία, απογοήτευση, μοναξιά, θυμός, φόβος, τα οποία’ όμως έχουν μάθει να τα κρατούν ‘κλειδωμένα’ μέσα στο σώμα από φόβο πως αν τα εκφράσουν θα δυσαρεστήσουν την οικογένεια, τους γονείς και τότε υπάρχει ο κίνδυνος της απόρριψης και της εγκατάλειψης. Δεν έχουν μάθει να βιώνουν το συναίσθημα αλλά να το αγνοούν και στην περίπτωση των παχύσαρκων ατόμων να το σκεπάζουν κάτω από τεράστιες ποσότητες φαγητού ή να το καταπίνουν μαζί με το φαγητό τους. (Οι βουλιμικοί ξερνάνε το συναίσθημα μαζί με το φαγητό).
Μέσα από το σύμπτωμα όμως τα άτομα με διατροφικές διαταραχές θέτουν ευθέως ερώτημα ζωής και θανάτου : θέλω να ζήσω και πώς; Στην νευρική ανορεξία το άτομο μπορεί, στην κυριολεξία, να ‘πεθάνει της πείνας’ ενώ στην παχυσαρκία ‘τρώει μέχρι θανάτου’ με την έννοια ότι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας όπως: διαβήτη 2, καρδιαγγειακά, αϋπνίες, άπνοια, οστεοαρθρίτιδα, πίεση, κατάθλιψη, που απειλούν την υγεία του και την οποία τα άτομα αυτά συχνά την παραμελούν όπως και τα ίδια είχαν συναισθηματικά παραμεληθεί από τους γονείς τους. Η αρνητική εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους και για το σώμα τους παρεμβαίνει και αναστέλλει την όποια ανάληψη ευθύνης και φροντίδας απέναντι στον εαυτό τους. Η στάση τους συχνά χαρακτηρίζεται από παθητικότητα και συνοψίζεται στη φράση «δε βαριέσαι…».
Άλλες φορές πάλι πάνε στο άλλο άκρο θέτοντας πολύ υψηλούς στόχους για απώλεια βάρους κι όταν δεν πετυχαίνουν το επιθυμητό βάρος απογοητεύονται και ξαναπαίρνουν τα χαμένα κιλά. Η τελειομανία και η διχοτομική σκέψη του ‘όλα ή τίποτα’, δεν τους βοηθάει να εκτιμήσουν τα άλλα οφέλη που μπορεί να είχαν από την απώλεια βάρους όπως καλύτερη υγεία, βελτίωση στις εργασιακές ή κοινωνικές σχέσεις κ. ά.
Κάποια θεραπευτικά προγράμματα της Γνωστικό - Συμπεριφορικής Σχολής προβλέπουν την πολυπλοκότητα του θέματος της παχυσαρκίας και εμπλέκουν μια ομάδα ειδικών (γιατρό, ψυχολόγο, διαιτολόγο, γυμναστή ) με στόχο άμεσο και πρωτεύοντα την απώλεια βάρους παράλληλα με την ψυχολογική υποστήριξη του ατόμου σ’ αυτή την προσπάθεια. Έμφαση δίνεται και στην συντήρηση του βάρους και στην εκπαίδευση του ατόμου για την αλλαγή της στάσης ζωής : πιο υγιεινή διατροφή, σωματική δραστηριότητα, πιο θετική αντιμετώπιση του εαυτού, και της ζωής γενικότερα. Όμως, συχνά προσκρούουν στα προβλήματα που αφορούν την ‘εικόνα του σώματος’ τα οποία είναι περίπλοκα, βαθιά εδραιωμένα και αποτελούν μείζονα πηγή δυσφορίας τόσο για τα υπέρβαρα άτομα όσο και για τις άλλες περιπτώσεις διατροφικών διαταραχών.
Άλλα θεραπευτικά προγράμματα δεν εστιάζουν στην απώλεια βάρους αλλά στην ψυχική ενδυνάμωση και στην συναισθηματική τροφοδότηση του ατόμου παρέχοντας άλλους τρόπους έκφρασης πέρα από τις συμβατικές μεθόδους του λόγου. Δοκιμάζουν να προσεγγίσουν το άτομο στην ολότητά του ως πνεύμα, σώμα, μυαλό και συναίσθημα ενεργοποιώντας κατά τη διάρκεια μιας θεραπευτικής συνεδρίας όλες αυτές τις πτυχές. Αυτές είναι οι θεραπείες μέσω της Τέχνης όπως : η εικαστική θεραπεία, το ψυχόδραμα, η χοροθεραπεία, η σωματική ψυχοθεραπεία και η δραματοθεραπεία.
Η λέξη δραματοθεραπεία είναι σύνθετη και αποτελείται από τις λέξεις ‘δράμα’ και θεραπεία. Στην αρχική της έννοια η λέξη δράμα σημαίνει δράω – δρω, δράση και περιλαμβάνει όλα τα μέσα δημιουργικής έκφρασης, ενώ στην λέξη θεραπεία περιέχεται η έννοια της αποκατάστασης της ψυχικής υγείας.
Η δραματοθεραπεία εξελίχθηκε και μορφοποιήθηκε μέσα από τις τεχνικές του θεάτρου (φωνή, κίνηση, μιμική, αυτοσχεδιασμό, κείμενο) αλλά παράλληλα χρησιμοποιεί κι άλλες μορφές έκφρασης όπως τη ζωγραφική, τη μουσική, το χορό, τον πηλό, το παραμύθι. Βασίζεται στην άποψη ότι η Τέχνη είναι ο ‘ενδιάμεσος χώρος’, το σημείο συνάντησης, όπου το άτομο προβάλλει και συναντά για πρώτη φορά τον εσωτερικό του κόσμο και τον συνδέει με την εξωτερική πραγματικότητα. Θεωρεί ότι αυτό που είναι κυρίως θεραπευτικό είναι η ανάπτυξη των κρυμμένων δημιουργικών δυνατοτήτων σε κάθε άτομο τις οποίες αξιοποιεί κυρίως μέσα από την θεατρική έκφραση γιατί πιστεύει ότι το θέατρο περιέχει ενδογενείς θεραπευτικές ιδιότητες.
Η δημιουργικότητα συνδέεται άμεσα και μας παραπέμπει στην παιδική ηλικία τότε που πολλοί από εμάς έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε παιχνίδι το καθετί. Απευθύνεται λοιπόν στο παιδί που κάποτε ήμασταν, του δίνει φωνή και λόγο για να εκφράσει τα παιδικά βιώματα και συναισθήματα και να αναλάβει εν τέλει το ρόλο του γονέα για αυτό το παιδί που κάποτε παραμελήθηκε και πληγώθηκε.
Μέσα από τη ζωγραφική, τον πηλό ή έναν ρόλο το άτομο εξωτερικεύει και δίνει μορφή σε κάτι που βρίσκεται μέσα του. Το συνδέει με το ‘εδώ και τώρα’ της ζωής του και συνομιλεί μαζί του σε διάφορα επίπεδα και σε διάφορες χρονικές στιγμές γιατί η συμβολική έκφραση έχει διαχρονική αξία. Επιπλέον, τα σύμβολα μας προσφέρουν την απόσταση ασφαλείας για να πλησιάσουμε και να γνωρίσουμε την προσωπική μας ιστορία χωρίς να τρομάξουμε.
Μέσα στο ασφαλές πλαίσιο της δραματοθεραπευτικής διαδικασίας, το άτομο καλείται να δράσει, να δημιουργήσει, να αυτοσχεδιάσει, να δοκιμάσει καινούριους ρόλους να νοιώσει την αίσθηση αυτών των ρόλων και σταδιακά να τους δοκιμάσει και στη ζωή του. Έτσι το άτομο ενεργοποιείται ποικιλοτρόπως προκειμένου να γνωρίσει την αξία του, τις δυνατότητες του, να έρθει σε επαφή με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του που είχαν παραμεληθεί και να κινητοποιηθεί να τις φροντίσει. Ενθαρρύνει και υποστηρίζει το άτομο να τροποποιήσει την αρνητική ‘εικόνα του σώματος’ σε θετική, για να αλλάξει τελικά και τη στάση Ζωής.
Όταν το άτομο βιώσει ότι κάποιος το ακούει, το καταλαβαίνει, το λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψη και του δίνει την ευκαιρία να εκφράσει τα αισθήματά του, τότε αντιλαμβάνεται ότι αυτή ακριβώς είναι η τροφή που χρειαζόταν όλη του τη ζωή και δεν χρειάζεται πλέον να κρύβεται. Γιατί η αληθινή τροφή είναι η συναισθηματική επικοινωνία, χωρίς ψέματα, χωρίς εσφαλμένες ‘ανησυχίες’, χωρίς αισθήματα ενοχής, κατηγορίες, προειδοποιήσεις, εκφοβισμό. Και τότε είναι σε θέση να αλλάξει στάση ζωής και διατροφής αφού πια μπορεί να χορτάσει συναισθηματικά.

Ο Μπρούνο Μπετελχάιμ θεωρεί το παραμύθι ένα έργο τέχνης και όπως κάθε έργο τέχνης διαθέτει πλούτο και εύρος ιδιαίτερα διεισδυτικό και αποκαλυπτικό για την ανθρώπινη ψυχή. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να θεωρήσει ότι μπορεί να υπερβεί σε βάθος και την πιο εξονυχιστική μελέτη.
Διακρίνει στα παραμύθια μια οικουμενικότητα τόσο στη φύση των θεμάτων που διαπραγματεύονται όσο και στις λύσεις που προτείνουν. Λέει χαρακτηριστικά ότι
«το παραμύθι είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της διαμόρφωσης ενός συνειδητού και ασυνείδητου περιεχομένου από τη συνειδητή νόηση όχι ενός συγκεκριμένου ατόμου, αλλά στη βάση της συναίνεσης πολλών ανθρώπων, αναφορικά με ό,τι θεωρούν οικουμενικά ανθρώπινα προβλήματα και αποδέχονται ως επιθυμητές λύσεις». (σελ.56).
Οι ψυχαναλυτές της σχολής του Γιουνγκ επισημαίνουν ότι
«τα πρόσωπα και τα γεγονότα αυτών των ιστοριών ταιριάζουν με αρχέτυπα ψυχολογικά φαινόμενα που καθώς αναπαρίστανται μέσω της ιστορίας υποδεικνύουν συμβολικά την ανάγκη να αποκτήσουμε έναν ανώτερο εαυτό – μια εσωτερική ανανέωση η οποία επιτυγχάνεται καθώς προσωπικές και φυλετικές ασυνείδητες δυνάμεις τίθενται στη διάθεση του ατόμου». (σελ. 56)
Παρ’ όλο που τα παραμύθια μιλούν με τη γλώσσα των συμβόλων διαπραγματεύονται θέματα της καθημερινότητας στις πρωταρχικές μας σχέσεις με τρόπο σοβαρό και σαφή. Το παραμύθι διαπραγματεύεται τα υπαρξιακά άγχη και διλήμματα του παιδιού που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ανάγκη για αγάπη, στο φόβο για την απώλεια της αγάπης, στην αμφιβολία αν αξίζει να αγαπηθεί.
Χρησιμοποιούν την πόλωση των ηρώων – καλός / κακός - για να αγγίξουν τα ζητήματα της αμφιθυμίας που ταλανίζουν την παιδική ψυχή. Έτσι το παραμύθι απευθύνεται και αγγίζει την ψυχοσύνθεση του παιδιού που λειτουργεί μέσα στην πόλωση αφού αδυνατεί να αντιληφθεί ότι το καλό και το κακό μπορούνε κάλλιστα να συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο. Γι’ αυτό οι ήρωες των παραμυθιών είναι σαφής και ξεκάθαροι στο ρόλο τους, περισσότερο τυπικοί και καθημερινοί παρά μοναδικοί. «Αυτή η πόλωση στην παρουσίαση των χαρακτήρων επιτρέπει στο παιδί να κατανοήσει εύκολα τη μεταξύ τους διαφορά, πράγμα που θα δυσκολευόταν να κάνει αν τα πρόσωπα ήταν πιο κοντά στη ζωή, με όλες τις πολυπλοκότητες που χαρακτηρίζουν τους πραγματικούς ανθρώπους». (σελ. 19)
Ωστόσο οι ήρωες των παραμυθιών έχουν ανθρώπινη και γήινη υπόσταση, σε αντίθεση με τους ήρωες των μύθων που είναι υπεράνθρωποι. Αντιμετωπίζουν καθημερινά προβλήματα στις σχέσεις τους με οικογενειακά πρόσωπα, γονείς - φυσικοί ή θετοί - και αδέλφια, προβλήματα τα οποία ξεπερνούν κάτω στη γη χωρίς να περιμένουν κάποια ανταμοιβή πάνω στους ουρανούς.
Επιπλέον, το παραμύθι απευθύνεται και στις 3 ψυχικές διαστάσεις του ανθρώπου, δίνοντας όμως έμφαση και διευκολύνοντας τη διαμόρφωση του Εγώ, σε αντίθεση με το μύθο που κυρίως προβάλλει το Υπερεγώ.
Παρ’ όλο που το παραμύθι αποπνέει μια ατμόσφαιρα ονειρική, ωστόσο δίνει το μήνυμα στο παιδί ότι οι δυσκολίες είναι μέρος της ίδιας της ζωής και ο αγώνας εναντίον τους αναπόφευκτος. Το ‘κλειδί’ βρίσκεται να δεχτεί να τις αντιμετωπίσει καθώς και στον τρόπο : «αν κανείς δεν λιγοψυχήσει και αντιμετωπίσει απτόητος απρόσμενες και συχνά άδικες δοκιμασίες, τότε κυριαρχεί σε όλα τα εμπόδια και στο τέλος αναδεικνύεται νικητής». (σελ.17)
Ο Μπρούνο Μπετελχάιμ πιστεύει ότι «Τα παραμύθια έχουν σημαντικό ψυχολογικό νόημα για τα παιδιά όλων των ηλικιών, κορίτσια κι αγόρια, ανεξάρτητα από την ηλικία και το φύλο των ηρώων της ιστορίας. Επειδή τα παραμύθια διευκολύνουν τις αλλαγές ταύτισης – το παιδί αντιμετωπίζει σε κάθε περίοδο και διαφορετικά προβλήματα – του επιτρέπουν να αντλήσει προσωπικά μηνύματα απ’ αυτά». (σελ. 30)
Η καθαρότητα και η σαφήνεια διακρίνει ακόμη και τη δομή των παραμυθιών. Παρ’ όλο που προσφέρουν φανταστικές συμβολικές εικόνες για τη λύση των προβλημάτων και περιέχουν πολλά ονειρικά στοιχεία, «διαθέτουν συνεκτική δομή με συγκεκριμένη αρχή και πλοκή που οδηγείται προς μια ικανοποιητική λύση η οποία επιτυγχάνεται στο τέλος». Ο Μπρούνο Μπετελχάιμ αντιλαμβάνεται αυτή την ιδιότητα του παραμυθιού ως το μεγάλο τους πλεονέκτημα έναντι των ονείρων. Επίσης, το παραμύθι σε αντίθεση με το όνειρο και το μύθο είναι αισιόδοξο, γιατί «σε αντίθεση με το όνειρο, προβάλλει την ανακούφιση απ’ όλες τις πιέσεις και όχι μόνο προτείνει τρόπους για να λυθούν τα προβλήματα, αλλά υπόσχεται ότι θα υπάρξει ‘αίσια’ έκβαση». (σελ.55)
«Οι μύθοι προβάλλουν μια ιδεώδη προσωπικότητα η οποία δρα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ‘Υπερεγώ’, ενώ τα παραμύθια απεικονίζουν την ολοκλήρωση του ‘Εγώ’ η οποία επιτρέπει την κατάλληλη ικανοποίηση των επιθυμιών του ‘Εκείνου’. Αυτή η διαφορά εξηγεί την αντίθεση ανάμεσα στη διεισδυτική απαισιοδοξία των μύθων και την ουσιαστική αισιοδοξία των παραμυθιών». (σελ.62)
Αν και το παραμύθι μπορεί να αρχίζει αρκετά ρεαλιστικά και στην πλοκή του να υφαίνονται στοιχεία της καθημερινής ζωής, ωστόσο δεν αναφέρεται με σαφήνεια στον εξωτερικό κόσμο. Στο περιεχόμενο των παραμυθιών τα ψυχολογικά φαινόμενα ενσαρκώνονται με συμβολική μορφή γεγονός που τα καθιστά πολύ αποτελεσματικά, αφού έτσι διευκολύνει τις εσωτερικές διεργασίες στον ψυχισμό του παιδιού. Τόσο τα παραμύθια όσο και οι μύθοι μιλούν κυρίως με τη γλώσσα των συμβόλων και αναπαριστούν ένα ασυνείδητο περιεχόμενο.
«Απευθύνονται ταυτοχρόνως στο συνειδητό και στο ασυνείδητο αλλά και στις τρεις ψυχικές διαστάσεις – ‘Εκείνο’, ‘Εγώ’, ‘Υπερεγώ’ – καθώς και στην ανάγκη για τα ιδεώδη του Εγώ».(σελ.56)
Ο Μπρούνο Μπετελχάιμ επισημαίνει επίσης τη θεραπευτική αξία του παραμυθιού, διότι πιστεύει ότι «ο ασθενής βρίσκει τη δική του λύση, αναλογιζόμενος τι υπαινίσσεται η ιστορία για τον ίδιο και τις εσωτερικές του συγκρούσεις αυτή τη στιγμή της ζωής του. Το περιεχόμενο της ιστορίας που επιλέγεται, δεν έχει συνήθως καμία σχέση με την εξωτερική ζωή του ασθενούς, αλλά σχετίζεται με εσωτερικά προβλήματά του, που μοιάζουν ακατανόητα και επομένως άλυτα».(σελ.40)

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε την πραγματικότητα ας αλλάξουμε τότε το μάτι που βλέπει την πραγματικότητα.
Βυζαντινός μυστικός

Πολλοί υποστηρίζουν ότι αν ένας άνθρωπος είναι δημιουργικός, δεν χρειάζεται εμψύχωση για να το εκδηλώσει. Η δημιουργικότητα, όμως δεν είναι αποκλειστικότητα της υψηλής τέχνης και των μεγάλων δημιουργών.
Με την ευρύτερη έννοια του όρου, δημιουργικότητα είναι η ικανότητα να φέρνεις στο φως κάτι νέο, κάτι που δεν υπήρχε πριν. Δεν χρειάζεται να είναι νέο για τον καθένα, αρκεί να είναι νέο για το άτομο που το δημιουργεί, αφού η δημιουργική έκφραση είναι η προσωπική και υγιής παρέμβαση στην καθημερινή ζωή που δίνει στον άνθρωπο την αίσθηση ότι αξίζει να ζει.
Η Felicity Weir και ο Winnicott εντοπίζουν τα πρώτα σημάδια γένεσης της δημ/τας στους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής του ανθρώπου και συγκεκριμένα στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα από τη συγχώνευση με τη μητέρα και τον αποχωρισμό απ’ αυτή .
Στον ενδιάμεσο αυτό χώρο το μωρό αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι η μητέρα ,που μέχρι τώρα το φρόντιζε με πλήρη αφοσίωση και ικανοποιούσε όλες του τις ανάγκες ( μιλάει για τις επαρκώς καλές μητέρες ) , μπορεί να φεύγει και να έρχεται ανεξάρτητα από τις διαθέσεις του κι ότι δεν την ελέγχει όπως είχε την ψευδαίσθηση ότι έκανε.
Για να αντεπεξέλθει λοιπόν στο άγχος και την απογοήτευση που του προκαλεί η απουσία της μητέρας, το μωρό χρησιμοποιεί τη φαντασία του για να δημιουργήσει ένα σύμβολο, υποκατάστατο αυτής της σχέσης, με το οποίο παίζει και στο οποίο μεταβιβάζει την προσκόλληση του.
Το σύμβολο αυτό ο Βίννικοτ το ονόμασε ‘μεταβατικό αντικείμενο ή φαινόμενο’ και μπορεί να είναι ένα οποιοδήποτε μαλακό αντικείμενο, ή η άκρη της κουβέρτας ή του σεντονιού ή ακόμη και κάποιοι ήχοι που το παιδί παράγει σα νανούρισμα πριν κοιμηθεί.
Η Melanie Klein, θεωρεί πολύ καθοριστική τη σχέση αλληλεπίδρασης μητέρας και παιδιού ως προς τη δημιουργία αυτού του ενδιάμεσου χώρου και συμφωνεί με τον Βίννικοτ ότι απ’ αυτή τη σχέση αλληλεπίδρασης αναπτύσσονται συμβολικά οι πολιτιστικές αναζητήσεις μέσω της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Εκτός όμως από τη σχέση μητέρας – παιδιού, μία άλλη, εξίσου καθοριστικής σημασίας, σχέση στην ανάπτυξη της δημ/τας και στην ωρίμανση του παιδιού είναι κι αυτή με τους συνομηλίκους του.
Γιατί μέσα από το παιγνίδι το παιδί αφομοιώνει την εξωτερική πραγματικότητα εμπλουτίζοντας την με στοιχεία του εσωτερικού του κόσμου και της προσωπικής του αντίληψης. Με άλλα λόγια αναδημιουργεί μια δική του πραγματικότητα ( έναν ενδιάμεσο χώρο ) όχι για να ξεφύγει από την υπάρχουσα αλλά για να την κατανοήσει καλύτερα, χωρίς όμως να χάσει την επαφή με τον εαυτό του.
Ο Ερικ Έρικσον θεωρεί ότι η εκτόνωση μέσα από το παιγνίδι είναι το προνόμιο της παιδικής ηλικίας για αυτοθεραπεία.
Τι ευκαιρίες όμως δίνονται στο σημερινό παιδί να αναπτύξει και να καλλιεργήσει μια δημιουργική ματιά απέναντι στην πραγματικότητα ?
Το σύγχρονο Ελληνόπουλο περνάει τον περισσότερο χρόνο του μέσα σε τέσσερις τοίχους προσπαθώντας να σωρεύσει όση περισσότερη γνώση σχολική και εξωσχολική του επιτρέπει ο δείκτης ευφυΐας του .
Αλλά και στον ελεύθερο χρόνο που του μένει, αν δεν ασχοληθεί με κάποιο άθλημα, πάλι μέσα στους 4 τοίχους βρίσκεται παίζοντας παιγνίδια που αντί να ενεργοποιούν την δημ/κή του φαντασία μάλλον την καταναλωτική του μανία εξάπτουν ( αφού η κούκλα έχει άπειρα έτοιμα συνολάκια και τα παιγνίδια στο video game τα μαθαίνει γρήγορα και ζητάει καινούρια ).
Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι οι δυνατότητες για παιγνίδι που παρέχονται στο παιδί τόσο από άποψη χρόνου όσο και από άποψη χώρου είναι περιορισμένες, τα δε κίνητρα για δημιουργία μάλλον «ναρκωμένα».
Η ισορροπία ανάμεσα στην ενθάρρυνση για αυτοέκφραση και ελευθερία από τη μια πλευρά της παιδαγωγικής ζυγαριάς και στην εκπαίδευση για γνώση και συμμόρφωση από την άλλη έχει διαταραχτεί υπέρ της δεύτερης πλευράς.
Και ίσως γι’ αυτό να μιλάμε ολοένα πιο συχνά για το ρόλο του εμψυχωτή και το έργο του. Αλλά ποιο είναι το έργο του ?
Αν ανατρέξουμε στην ετοιμολογία της λέξης, ο εμψυχωτής, είναι αυτός που εμψυχώνει, που ενθαρρύνει, που ζωογονεί την ψυχική ενέργεια που υπάρχει μέσα στον κάθε άνθρωπο, λίγη ή πολλή, προκειμένου να νοιώσει καλά με τον εαυτό του, να άγει την ψυχή του, για να φτάσει τελικά στον προσδιορισμό και στην επίτευξη κάποιου στόχου.
Τι εργαλεία διαθέτει ο εμψ/της για να το κάνει αυτό ?
Το βασικότερο εργαλείο του είναι η γλώσσα επικοινωνίας. Υιοθετεί την οικεία προς το παιδί γλώσσα που είναι το παιγνίδι και κατ’ επέκταση η δημιουργική έκφραση. Απευθύνεται δηλαδή στην δημιουργική φαντασία του παιδιού, για να αφυπνίσει την ψυχική και σωματική του ενέργεια και να την προσανατολίσει σε μια δημ/κη δραστηριότητα.
Αυτή με τη σειρά της λειτουργεί ως ασφαλές πλαίσιο μέσα στο οποίο ο εμψυχωτής ενεργοποιεί και αξιοποιεί τη δυναμική της εκάστοτε ομάδας για να απελευθερώσει τον συναισθηματικό κόσμο του παιδιού.
Σύμφωνα με τον Maclver, η δυναμική της ομάδας, δεν είναι απλά το σύνολο των ιδιοτήτων των μελών της αλλά η συνδιαλλαγή και αλληλεπίδραση των στοιχείων και εκδηλώσεων της προσωπικότητας του κάθε μέλους με τα στοιχεία και εκδηλώσεις της προσωπικότητας των άλλων .
Μια ομάδα δηλαδή είναι μια μικρή κοινωνία που από τη στιγμή της σύνθεσής της διέρχεται από διαδοχικά στάδια , μερικά από τα οποία ή και όλα μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε σε κάθε συγκεκριμένη δράση της.
Κατά τον R. B. Caple τα στάδια είναι :
1. Η φάση του προσανατολισμού, όπου κάθε μέλος προσπαθεί να κατανοήσει την ομάδα, να ενταχθεί σ’ αυτήν και γενικά να αποδεχτεί τους άλλους.
2. Η φάση της σύγκρουσης, όπου καθένας διεκδικεί το χώρο του, μέσα στην ατμόσφαιρα που επικρατεί και που συχνά μπορεί να είναι αρνητική.
3. Η φάση της σύνθεσης, όπου η ομάδα εναρμονισμένη επικοινωνεί με κοινό στόχο .
4. Η φάση της απόδοσης, όπου η σύμπνοια και η ενότητα οδηγούν στην επίτευξη του στόχου . Η ομάδα έχει υπερνικήσει τη συναισθηματική φόρτιση και διακατέχεται από δημιουργική διάθεση .
5. Η στατική φάση , όπου η ομάδα διέπεται από στατικότητα και επαναληπτική δράση σε ορισμένα σχήματα ή τεχνικές.
Αυτή η εξελικτική πορεία της ομάδας, βοηθάει το παιδί να βρει τη θέση και το ρόλο του μέσα σ’ αυτή, να γνωριστεί με τα άλλα παιδιά σε μια ατμόσφαιρα συνεργασίας και συντονισμού το εντάσσει δηλαδή στη διαδικασία κοινωνικοποίησης.
Μέσα από τη δημ/κη δραστηριότητα, ο εμψ/της επίσης
1. ενθαρρύνει το παιδί :
- να δοκιμάσει τις δυνάμεις του και να προσπαθήσει σε τομείς που δεν γνώριζε μέχρι τώρα, χωρίς το άγχος της αποτυχίας
- να γνωρίσει τις ικανότητες και τα όρια του, πέρα από την ετικέτα του καλού ή κακού μαθητή.
- να πάρει πρωτοβουλίες
2. Του παρέχει νέα και ενδιαφέροντα κίνητρα που διεγείρουν το ανήσυχο και γεμάτο περιέργεια μυαλό του, καταπραΰνοντας έτσι την πλήξη του.
3. Το βοηθάει να αναπτύξει την κριτική σκέψη και να ανοίξει τους ορίζοντες του μυαλού του ως άμυνα στον καταιγισμό των καταναλωτικών συνηθειών και των τεχνητών αποδράσεων .
Το παιδί μαθαίνει να στρέφεται και μέσα του για να βρει καινούρια παιγνίδια αντί να στρέφεται μόνο στις βιτρίνες των παιγνιδομάγαζων και να κολλάει με περισσή επιμονή. Το βοηθάει δηλαδή να ανακαλύψει τη δημιουργική πλευρά του χαρακτήρα του.
4. Καλλιεργεί και μεταδίδει την πολιτιστική κληρονομιά και αξίες όπως η φιλία , η συλλογικότητα, η ειλικρίνεια , η εμπιστοσύνη , η αξιοπρέπεια , ο σεβασμός που δεν πηγάζει από τον φόβο της τιμωρίας ή της απόρριψης.
5. Παρακινεί το παιδί να θέσει σε εφαρμογή την μέχρι τώρα γνώση που έχει αποκομίσει από τα σχολικά και εξωσχολικά μαθήματα .
6. Το εξοικειώνει με την έννοια του στόχου και του σκοπού, έννοιες πολύ βασικές για την εξέλιξη της ενήλικης ζωής του.
Η δημ/κή δράση όπως και κάθε δράση έχει τουλάχιστον έναν με δύο στόχους : έναν άμεσο και εμφανή προς τα παιδιά στόχο κι έναν έμμεσο, μη εμφανή που τον ορίζει ο εμψυ/τής για την ομάδα, αφού έχει λάβει υπ’ όψιν του τις ανάγκες, τις δυνατότητες και τα ενδιαφέροντα της .
Ο Kurt Lewin βλέπει την ομάδα ως ένα δυναμικό σύνολο ατόμων βασισμένο στην αλληλεξάρτηση και όχι στην ομοιότητα ανάμεσα στα μέλη.
Ο προσδιορισμός του στόχου λοιπόν, δημιουργεί στην ομάδα συνθήκες αλληλεξάρτησης αφού ο καθένας έχει ένα ρόλο για την πραγμάτωση του, προσανατολίζει τη δράση της, και συμβάλει ουσιαστικά στο δέσιμο της ομάδας. Με άλλα λόγια της δίνει υπόσταση.
Η θέση του εμψ/τη , μέσα σ’ αυτό το ‘συνεχές γίγνεσθαι’ της ομάδας , ποικίλει ανάλογα με την σύνθεση της και τη δραστηριότητα της . Γενικώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι στα παιδιά μικρής ηλικίας η παρουσία του είναι πιο έντονη και καθοδηγητική ενώ στα μεγαλύτερα παιδιά μπορεί να έχει τη θέση του παρατηρητή που παρακολουθεί τη δυναμική της ομάδας φροντίζοντας να παρεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο αφού ένας από τους στόχους του είναι η ανάπτυξη πρωτοβουλιών από μέρους των παιδιών και η μεταξύ τους συνεργασία.
Θα τολμούσα να παρομοιάσω τη θέση του εμψ/τη στην ομάδα με τη θέση και το ρόλο που έχει ο ιστός, το κοντάρι στο γαϊτανάκι : είναι απαραίτητος να υπάρχει για να υπάρξει το παιγνίδι. Όπως στο γαϊτανάκι, όλοι συνδέονται μ’ αυτόν ξεχωριστά, ( αφού ο εμψυχωτής εδραιώνει εξατομικευμένη σχέση με το κάθε μέλος της ομάδας ), αλλά και όλοι μπλέκονται μεταξύ τους ( είναι η δυναμική της ομάδας που αναφέραμε ).
Όσο για τη διεξαγωγή του παιγνιδιού, ο εμψυχωτής δεν μπορεί να κάνει κάτι αν τα μέλη , οι συμμετέχοντες μπερδευτούν και το γαϊτανάκι ,ή η δραστηριότητα αντίστοιχα δεν πετύχει στον επιθυμητό βαθμό. Άλλωστε, στο παιγνίδι όπως και στη ζωή η επιτυχία εξαρτάται από διάφορες παραμέτρους κάποιες από τις οποίες είναι αστάθμητες. Αυτό που μετράει είναι τα οφέλη που αποκομίζει κανείς από τη διαδικασία πραγμάτωσης του στόχου και όχι τόσο ο βαθμός επιτυχίας .
Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι ότι ο εμψυχωτής μέσα από το έργο του ανταποκρίνεται στην ψυχική ανάγκη του παιδιού για δημιουργική έκφραση, για συνεύρεση και παιγνίδι με τους συνομηλίκους.
Όχι μόνο παρατηρεί τις σχέσεις των παιδιών μεταξύ τους αλλά και τις ιδιαιτερότητες του κάθε μέλους της ομάδας του αφού το κάθε παιδί έχει τη δική του ψυχοσύνθεση, κουβαλάει τα δικά του οικογενειακά βιώματα κι έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμου.
Έτσι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει έγκαιρα ή να προλάβει την εμφάνιση κάποιων διαταραχών συμπεριφοράς, όπως είναι η επιθετικότητα, η υπερκινητικότητα, η αδιαφορία, η παθητικότητα και άλλες.
Ο εμψ/της είναι σε θέση και έχει τα εργαλεία, αρκεί να του δοθεί μια θέση, είτε στο ευρύτερο παιδαγωγικό πλαίσιο ( Κέντρα δημ/κής απασχόλησης, ολοήμερο σχολείο, κατασκηνώσεις ), είτε ακόμη και στο άμεσο εκπαιδευτικό πλαίσιο, όπου ο εκπαιδευτικός - εμψυχωτής θα ξεφύγει από το δασκαλοκεντρικό τρόπο μετάδοσης της γνώσης και θα δώσει μια πιο δημιουργική διάσταση στη μέθοδο διδασκαλίας και στην προσέγγιση των μαθητών του.
Όπως άλλωστε έδειξε και η έρευνα του παιδαγωγικού τμήματος του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τα παιδιά οραματίζονται μια καινούρια σχέση με το δάσκαλο που θα βασίζεται στη συνεργασία, στην ομαδική δουλειά και ελάχιστα στην αυταρχική αντιμετώπιση. Θέλουν τον εκπαιδευτικό να τους παρέχει πληροφορίες και κάποιες αρχικές οδηγίες αλλά να τους αφήνει να πειραματίζονται και να συνεργάζονται σε ομάδες.
Τα παιδιά δηλαδή προτείνουν ως μοντέλο δασκάλου το μοντέλο του εμψυχωτή γεγονός που με κάνει να αναρωτιέμαι μήπως αυτά τα δύο είναι συνυφασμένα μεταξύ τους κατά τον ίδιο τρόπο που είναι συνυφασμένες στον κάθε άνθρωπο η ορθολογική και η δημιουργική σκέψη?
Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι ο ρόλος του εμψυχωτή στις δραστηριότητες δημιουργικής απασχόλησης είναι άκρως παιδαγωγικός με την αρχαία έννοια της λέξης δηλαδή να καλλιεργεί το μυαλό , το πνεύμα και το σώμα. Να είναι ο ευαίσθητος παρατηρητής και αγωγός της παιδικής ψυχής σε μονοπάτια δημιουργικής έκφρασης και πνευματικής ολοκλήρωσης.

Βιβλιογραφία
 

Copyright 2010 Βαρβάρα Μπουκουβάλα.

Theme by WordpressCenter.com.
Blogger Template by Beta Templates.