Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε την πραγματικότητα ας αλλάξουμε τότε το μάτι που βλέπει την πραγματικότητα.
Βυζαντινός μυστικός

Πολλοί υποστηρίζουν ότι αν ένας άνθρωπος είναι δημιουργικός, δεν χρειάζεται εμψύχωση για να το εκδηλώσει. Η δημιουργικότητα, όμως δεν είναι αποκλειστικότητα της υψηλής τέχνης και των μεγάλων δημιουργών.
Με την ευρύτερη έννοια του όρου, δημιουργικότητα είναι η ικανότητα να φέρνεις στο φως κάτι νέο, κάτι που δεν υπήρχε πριν. Δεν χρειάζεται να είναι νέο για τον καθένα, αρκεί να είναι νέο για το άτομο που το δημιουργεί, αφού η δημιουργική έκφραση είναι η προσωπική και υγιής παρέμβαση στην καθημερινή ζωή που δίνει στον άνθρωπο την αίσθηση ότι αξίζει να ζει.
Η Felicity Weir και ο Winnicott εντοπίζουν τα πρώτα σημάδια γένεσης της δημ/τας στους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής του ανθρώπου και συγκεκριμένα στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα από τη συγχώνευση με τη μητέρα και τον αποχωρισμό απ’ αυτή .
Στον ενδιάμεσο αυτό χώρο το μωρό αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι η μητέρα ,που μέχρι τώρα το φρόντιζε με πλήρη αφοσίωση και ικανοποιούσε όλες του τις ανάγκες ( μιλάει για τις επαρκώς καλές μητέρες ) , μπορεί να φεύγει και να έρχεται ανεξάρτητα από τις διαθέσεις του κι ότι δεν την ελέγχει όπως είχε την ψευδαίσθηση ότι έκανε.
Για να αντεπεξέλθει λοιπόν στο άγχος και την απογοήτευση που του προκαλεί η απουσία της μητέρας, το μωρό χρησιμοποιεί τη φαντασία του για να δημιουργήσει ένα σύμβολο, υποκατάστατο αυτής της σχέσης, με το οποίο παίζει και στο οποίο μεταβιβάζει την προσκόλληση του.
Το σύμβολο αυτό ο Βίννικοτ το ονόμασε ‘μεταβατικό αντικείμενο ή φαινόμενο’ και μπορεί να είναι ένα οποιοδήποτε μαλακό αντικείμενο, ή η άκρη της κουβέρτας ή του σεντονιού ή ακόμη και κάποιοι ήχοι που το παιδί παράγει σα νανούρισμα πριν κοιμηθεί.
Η Melanie Klein, θεωρεί πολύ καθοριστική τη σχέση αλληλεπίδρασης μητέρας και παιδιού ως προς τη δημιουργία αυτού του ενδιάμεσου χώρου και συμφωνεί με τον Βίννικοτ ότι απ’ αυτή τη σχέση αλληλεπίδρασης αναπτύσσονται συμβολικά οι πολιτιστικές αναζητήσεις μέσω της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Εκτός όμως από τη σχέση μητέρας – παιδιού, μία άλλη, εξίσου καθοριστικής σημασίας, σχέση στην ανάπτυξη της δημ/τας και στην ωρίμανση του παιδιού είναι κι αυτή με τους συνομηλίκους του.
Γιατί μέσα από το παιγνίδι το παιδί αφομοιώνει την εξωτερική πραγματικότητα εμπλουτίζοντας την με στοιχεία του εσωτερικού του κόσμου και της προσωπικής του αντίληψης. Με άλλα λόγια αναδημιουργεί μια δική του πραγματικότητα ( έναν ενδιάμεσο χώρο ) όχι για να ξεφύγει από την υπάρχουσα αλλά για να την κατανοήσει καλύτερα, χωρίς όμως να χάσει την επαφή με τον εαυτό του.
Ο Ερικ Έρικσον θεωρεί ότι η εκτόνωση μέσα από το παιγνίδι είναι το προνόμιο της παιδικής ηλικίας για αυτοθεραπεία.
Τι ευκαιρίες όμως δίνονται στο σημερινό παιδί να αναπτύξει και να καλλιεργήσει μια δημιουργική ματιά απέναντι στην πραγματικότητα ?
Το σύγχρονο Ελληνόπουλο περνάει τον περισσότερο χρόνο του μέσα σε τέσσερις τοίχους προσπαθώντας να σωρεύσει όση περισσότερη γνώση σχολική και εξωσχολική του επιτρέπει ο δείκτης ευφυΐας του .
Αλλά και στον ελεύθερο χρόνο που του μένει, αν δεν ασχοληθεί με κάποιο άθλημα, πάλι μέσα στους 4 τοίχους βρίσκεται παίζοντας παιγνίδια που αντί να ενεργοποιούν την δημ/κή του φαντασία μάλλον την καταναλωτική του μανία εξάπτουν ( αφού η κούκλα έχει άπειρα έτοιμα συνολάκια και τα παιγνίδια στο video game τα μαθαίνει γρήγορα και ζητάει καινούρια ).
Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι οι δυνατότητες για παιγνίδι που παρέχονται στο παιδί τόσο από άποψη χρόνου όσο και από άποψη χώρου είναι περιορισμένες, τα δε κίνητρα για δημιουργία μάλλον «ναρκωμένα».
Η ισορροπία ανάμεσα στην ενθάρρυνση για αυτοέκφραση και ελευθερία από τη μια πλευρά της παιδαγωγικής ζυγαριάς και στην εκπαίδευση για γνώση και συμμόρφωση από την άλλη έχει διαταραχτεί υπέρ της δεύτερης πλευράς.
Και ίσως γι’ αυτό να μιλάμε ολοένα πιο συχνά για το ρόλο του εμψυχωτή και το έργο του. Αλλά ποιο είναι το έργο του ?
Αν ανατρέξουμε στην ετοιμολογία της λέξης, ο εμψυχωτής, είναι αυτός που εμψυχώνει, που ενθαρρύνει, που ζωογονεί την ψυχική ενέργεια που υπάρχει μέσα στον κάθε άνθρωπο, λίγη ή πολλή, προκειμένου να νοιώσει καλά με τον εαυτό του, να άγει την ψυχή του, για να φτάσει τελικά στον προσδιορισμό και στην επίτευξη κάποιου στόχου.
Τι εργαλεία διαθέτει ο εμψ/της για να το κάνει αυτό ?
Το βασικότερο εργαλείο του είναι η γλώσσα επικοινωνίας. Υιοθετεί την οικεία προς το παιδί γλώσσα που είναι το παιγνίδι και κατ’ επέκταση η δημιουργική έκφραση. Απευθύνεται δηλαδή στην δημιουργική φαντασία του παιδιού, για να αφυπνίσει την ψυχική και σωματική του ενέργεια και να την προσανατολίσει σε μια δημ/κη δραστηριότητα.
Αυτή με τη σειρά της λειτουργεί ως ασφαλές πλαίσιο μέσα στο οποίο ο εμψυχωτής ενεργοποιεί και αξιοποιεί τη δυναμική της εκάστοτε ομάδας για να απελευθερώσει τον συναισθηματικό κόσμο του παιδιού.
Σύμφωνα με τον Maclver, η δυναμική της ομάδας, δεν είναι απλά το σύνολο των ιδιοτήτων των μελών της αλλά η συνδιαλλαγή και αλληλεπίδραση των στοιχείων και εκδηλώσεων της προσωπικότητας του κάθε μέλους με τα στοιχεία και εκδηλώσεις της προσωπικότητας των άλλων .
Μια ομάδα δηλαδή είναι μια μικρή κοινωνία που από τη στιγμή της σύνθεσής της διέρχεται από διαδοχικά στάδια , μερικά από τα οποία ή και όλα μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε σε κάθε συγκεκριμένη δράση της.
Κατά τον R. B. Caple τα στάδια είναι :
1. Η φάση του προσανατολισμού, όπου κάθε μέλος προσπαθεί να κατανοήσει την ομάδα, να ενταχθεί σ’ αυτήν και γενικά να αποδεχτεί τους άλλους.
2. Η φάση της σύγκρουσης, όπου καθένας διεκδικεί το χώρο του, μέσα στην ατμόσφαιρα που επικρατεί και που συχνά μπορεί να είναι αρνητική.
3. Η φάση της σύνθεσης, όπου η ομάδα εναρμονισμένη επικοινωνεί με κοινό στόχο .
4. Η φάση της απόδοσης, όπου η σύμπνοια και η ενότητα οδηγούν στην επίτευξη του στόχου . Η ομάδα έχει υπερνικήσει τη συναισθηματική φόρτιση και διακατέχεται από δημιουργική διάθεση .
5. Η στατική φάση , όπου η ομάδα διέπεται από στατικότητα και επαναληπτική δράση σε ορισμένα σχήματα ή τεχνικές.
Αυτή η εξελικτική πορεία της ομάδας, βοηθάει το παιδί να βρει τη θέση και το ρόλο του μέσα σ’ αυτή, να γνωριστεί με τα άλλα παιδιά σε μια ατμόσφαιρα συνεργασίας και συντονισμού το εντάσσει δηλαδή στη διαδικασία κοινωνικοποίησης.
Μέσα από τη δημ/κη δραστηριότητα, ο εμψ/της επίσης
1. ενθαρρύνει το παιδί :
- να δοκιμάσει τις δυνάμεις του και να προσπαθήσει σε τομείς που δεν γνώριζε μέχρι τώρα, χωρίς το άγχος της αποτυχίας
- να γνωρίσει τις ικανότητες και τα όρια του, πέρα από την ετικέτα του καλού ή κακού μαθητή.
- να πάρει πρωτοβουλίες
2. Του παρέχει νέα και ενδιαφέροντα κίνητρα που διεγείρουν το ανήσυχο και γεμάτο περιέργεια μυαλό του, καταπραΰνοντας έτσι την πλήξη του.
3. Το βοηθάει να αναπτύξει την κριτική σκέψη και να ανοίξει τους ορίζοντες του μυαλού του ως άμυνα στον καταιγισμό των καταναλωτικών συνηθειών και των τεχνητών αποδράσεων .
Το παιδί μαθαίνει να στρέφεται και μέσα του για να βρει καινούρια παιγνίδια αντί να στρέφεται μόνο στις βιτρίνες των παιγνιδομάγαζων και να κολλάει με περισσή επιμονή. Το βοηθάει δηλαδή να ανακαλύψει τη δημιουργική πλευρά του χαρακτήρα του.
4. Καλλιεργεί και μεταδίδει την πολιτιστική κληρονομιά και αξίες όπως η φιλία , η συλλογικότητα, η ειλικρίνεια , η εμπιστοσύνη , η αξιοπρέπεια , ο σεβασμός που δεν πηγάζει από τον φόβο της τιμωρίας ή της απόρριψης.
5. Παρακινεί το παιδί να θέσει σε εφαρμογή την μέχρι τώρα γνώση που έχει αποκομίσει από τα σχολικά και εξωσχολικά μαθήματα .
6. Το εξοικειώνει με την έννοια του στόχου και του σκοπού, έννοιες πολύ βασικές για την εξέλιξη της ενήλικης ζωής του.
Η δημ/κή δράση όπως και κάθε δράση έχει τουλάχιστον έναν με δύο στόχους : έναν άμεσο και εμφανή προς τα παιδιά στόχο κι έναν έμμεσο, μη εμφανή που τον ορίζει ο εμψυ/τής για την ομάδα, αφού έχει λάβει υπ’ όψιν του τις ανάγκες, τις δυνατότητες και τα ενδιαφέροντα της .
Ο Kurt Lewin βλέπει την ομάδα ως ένα δυναμικό σύνολο ατόμων βασισμένο στην αλληλεξάρτηση και όχι στην ομοιότητα ανάμεσα στα μέλη.
Ο προσδιορισμός του στόχου λοιπόν, δημιουργεί στην ομάδα συνθήκες αλληλεξάρτησης αφού ο καθένας έχει ένα ρόλο για την πραγμάτωση του, προσανατολίζει τη δράση της, και συμβάλει ουσιαστικά στο δέσιμο της ομάδας. Με άλλα λόγια της δίνει υπόσταση.
Η θέση του εμψ/τη , μέσα σ’ αυτό το ‘συνεχές γίγνεσθαι’ της ομάδας , ποικίλει ανάλογα με την σύνθεση της και τη δραστηριότητα της . Γενικώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι στα παιδιά μικρής ηλικίας η παρουσία του είναι πιο έντονη και καθοδηγητική ενώ στα μεγαλύτερα παιδιά μπορεί να έχει τη θέση του παρατηρητή που παρακολουθεί τη δυναμική της ομάδας φροντίζοντας να παρεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο αφού ένας από τους στόχους του είναι η ανάπτυξη πρωτοβουλιών από μέρους των παιδιών και η μεταξύ τους συνεργασία.
Θα τολμούσα να παρομοιάσω τη θέση του εμψ/τη στην ομάδα με τη θέση και το ρόλο που έχει ο ιστός, το κοντάρι στο γαϊτανάκι : είναι απαραίτητος να υπάρχει για να υπάρξει το παιγνίδι. Όπως στο γαϊτανάκι, όλοι συνδέονται μ’ αυτόν ξεχωριστά, ( αφού ο εμψυχωτής εδραιώνει εξατομικευμένη σχέση με το κάθε μέλος της ομάδας ), αλλά και όλοι μπλέκονται μεταξύ τους ( είναι η δυναμική της ομάδας που αναφέραμε ).
Όσο για τη διεξαγωγή του παιγνιδιού, ο εμψυχωτής δεν μπορεί να κάνει κάτι αν τα μέλη , οι συμμετέχοντες μπερδευτούν και το γαϊτανάκι ,ή η δραστηριότητα αντίστοιχα δεν πετύχει στον επιθυμητό βαθμό. Άλλωστε, στο παιγνίδι όπως και στη ζωή η επιτυχία εξαρτάται από διάφορες παραμέτρους κάποιες από τις οποίες είναι αστάθμητες. Αυτό που μετράει είναι τα οφέλη που αποκομίζει κανείς από τη διαδικασία πραγμάτωσης του στόχου και όχι τόσο ο βαθμός επιτυχίας .
Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι ότι ο εμψυχωτής μέσα από το έργο του ανταποκρίνεται στην ψυχική ανάγκη του παιδιού για δημιουργική έκφραση, για συνεύρεση και παιγνίδι με τους συνομηλίκους.
Όχι μόνο παρατηρεί τις σχέσεις των παιδιών μεταξύ τους αλλά και τις ιδιαιτερότητες του κάθε μέλους της ομάδας του αφού το κάθε παιδί έχει τη δική του ψυχοσύνθεση, κουβαλάει τα δικά του οικογενειακά βιώματα κι έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμου.
Έτσι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει έγκαιρα ή να προλάβει την εμφάνιση κάποιων διαταραχών συμπεριφοράς, όπως είναι η επιθετικότητα, η υπερκινητικότητα, η αδιαφορία, η παθητικότητα και άλλες.
Ο εμψ/της είναι σε θέση και έχει τα εργαλεία, αρκεί να του δοθεί μια θέση, είτε στο ευρύτερο παιδαγωγικό πλαίσιο ( Κέντρα δημ/κής απασχόλησης, ολοήμερο σχολείο, κατασκηνώσεις ), είτε ακόμη και στο άμεσο εκπαιδευτικό πλαίσιο, όπου ο εκπαιδευτικός - εμψυχωτής θα ξεφύγει από το δασκαλοκεντρικό τρόπο μετάδοσης της γνώσης και θα δώσει μια πιο δημιουργική διάσταση στη μέθοδο διδασκαλίας και στην προσέγγιση των μαθητών του.
Όπως άλλωστε έδειξε και η έρευνα του παιδαγωγικού τμήματος του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τα παιδιά οραματίζονται μια καινούρια σχέση με το δάσκαλο που θα βασίζεται στη συνεργασία, στην ομαδική δουλειά και ελάχιστα στην αυταρχική αντιμετώπιση. Θέλουν τον εκπαιδευτικό να τους παρέχει πληροφορίες και κάποιες αρχικές οδηγίες αλλά να τους αφήνει να πειραματίζονται και να συνεργάζονται σε ομάδες.
Τα παιδιά δηλαδή προτείνουν ως μοντέλο δασκάλου το μοντέλο του εμψυχωτή γεγονός που με κάνει να αναρωτιέμαι μήπως αυτά τα δύο είναι συνυφασμένα μεταξύ τους κατά τον ίδιο τρόπο που είναι συνυφασμένες στον κάθε άνθρωπο η ορθολογική και η δημιουργική σκέψη?
Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι ο ρόλος του εμψυχωτή στις δραστηριότητες δημιουργικής απασχόλησης είναι άκρως παιδαγωγικός με την αρχαία έννοια της λέξης δηλαδή να καλλιεργεί το μυαλό , το πνεύμα και το σώμα. Να είναι ο ευαίσθητος παρατηρητής και αγωγός της παιδικής ψυχής σε μονοπάτια δημιουργικής έκφρασης και πνευματικής ολοκλήρωσης.

Βιβλιογραφία

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2010 Βαρβάρα Μπουκουβάλα.

Theme by WordpressCenter.com.
Blogger Template by Beta Templates.