Ο Μπρούνο Μπετελχάιμ θεωρεί το παραμύθι ένα έργο τέχνης και όπως κάθε έργο τέχνης διαθέτει πλούτο και εύρος ιδιαίτερα διεισδυτικό και αποκαλυπτικό για την ανθρώπινη ψυχή. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να θεωρήσει ότι μπορεί να υπερβεί σε βάθος και την πιο εξονυχιστική μελέτη.
Διακρίνει στα παραμύθια μια οικουμενικότητα τόσο στη φύση των θεμάτων που διαπραγματεύονται όσο και στις λύσεις που προτείνουν. Λέει χαρακτηριστικά ότι
«το παραμύθι είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της διαμόρφωσης ενός συνειδητού και ασυνείδητου περιεχομένου από τη συνειδητή νόηση όχι ενός συγκεκριμένου ατόμου, αλλά στη βάση της συναίνεσης πολλών ανθρώπων, αναφορικά με ό,τι θεωρούν οικουμενικά ανθρώπινα προβλήματα και αποδέχονται ως επιθυμητές λύσεις». (σελ.56).
Οι ψυχαναλυτές της σχολής του Γιουνγκ επισημαίνουν ότι
«τα πρόσωπα και τα γεγονότα αυτών των ιστοριών ταιριάζουν με αρχέτυπα ψυχολογικά φαινόμενα που καθώς αναπαρίστανται μέσω της ιστορίας υποδεικνύουν συμβολικά την ανάγκη να αποκτήσουμε έναν ανώτερο εαυτό – μια εσωτερική ανανέωση η οποία επιτυγχάνεται καθώς προσωπικές και φυλετικές ασυνείδητες δυνάμεις τίθενται στη διάθεση του ατόμου». (σελ. 56)
Παρ’ όλο που τα παραμύθια μιλούν με τη γλώσσα των συμβόλων διαπραγματεύονται θέματα της καθημερινότητας στις πρωταρχικές μας σχέσεις με τρόπο σοβαρό και σαφή. Το παραμύθι διαπραγματεύεται τα υπαρξιακά άγχη και διλήμματα του παιδιού που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ανάγκη για αγάπη, στο φόβο για την απώλεια της αγάπης, στην αμφιβολία αν αξίζει να αγαπηθεί.
Χρησιμοποιούν την πόλωση των ηρώων – καλός / κακός - για να αγγίξουν τα ζητήματα της αμφιθυμίας που ταλανίζουν την παιδική ψυχή. Έτσι το παραμύθι απευθύνεται και αγγίζει την ψυχοσύνθεση του παιδιού που λειτουργεί μέσα στην πόλωση αφού αδυνατεί να αντιληφθεί ότι το καλό και το κακό μπορούνε κάλλιστα να συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο. Γι’ αυτό οι ήρωες των παραμυθιών είναι σαφής και ξεκάθαροι στο ρόλο τους, περισσότερο τυπικοί και καθημερινοί παρά μοναδικοί. «Αυτή η πόλωση στην παρουσίαση των χαρακτήρων επιτρέπει στο παιδί να κατανοήσει εύκολα τη μεταξύ τους διαφορά, πράγμα που θα δυσκολευόταν να κάνει αν τα πρόσωπα ήταν πιο κοντά στη ζωή, με όλες τις πολυπλοκότητες που χαρακτηρίζουν τους πραγματικούς ανθρώπους». (σελ. 19)
Ωστόσο οι ήρωες των παραμυθιών έχουν ανθρώπινη και γήινη υπόσταση, σε αντίθεση με τους ήρωες των μύθων που είναι υπεράνθρωποι. Αντιμετωπίζουν καθημερινά προβλήματα στις σχέσεις τους με οικογενειακά πρόσωπα, γονείς - φυσικοί ή θετοί - και αδέλφια, προβλήματα τα οποία ξεπερνούν κάτω στη γη χωρίς να περιμένουν κάποια ανταμοιβή πάνω στους ουρανούς.
Επιπλέον, το παραμύθι απευθύνεται και στις 3 ψυχικές διαστάσεις του ανθρώπου, δίνοντας όμως έμφαση και διευκολύνοντας τη διαμόρφωση του Εγώ, σε αντίθεση με το μύθο που κυρίως προβάλλει το Υπερεγώ.
Παρ’ όλο που το παραμύθι αποπνέει μια ατμόσφαιρα ονειρική, ωστόσο δίνει το μήνυμα στο παιδί ότι οι δυσκολίες είναι μέρος της ίδιας της ζωής και ο αγώνας εναντίον τους αναπόφευκτος. Το ‘κλειδί’ βρίσκεται να δεχτεί να τις αντιμετωπίσει καθώς και στον τρόπο : «αν κανείς δεν λιγοψυχήσει και αντιμετωπίσει απτόητος απρόσμενες και συχνά άδικες δοκιμασίες, τότε κυριαρχεί σε όλα τα εμπόδια και στο τέλος αναδεικνύεται νικητής». (σελ.17)
Ο Μπρούνο Μπετελχάιμ πιστεύει ότι «Τα παραμύθια έχουν σημαντικό ψυχολογικό νόημα για τα παιδιά όλων των ηλικιών, κορίτσια κι αγόρια, ανεξάρτητα από την ηλικία και το φύλο των ηρώων της ιστορίας. Επειδή τα παραμύθια διευκολύνουν τις αλλαγές ταύτισης – το παιδί αντιμετωπίζει σε κάθε περίοδο και διαφορετικά προβλήματα – του επιτρέπουν να αντλήσει προσωπικά μηνύματα απ’ αυτά». (σελ. 30)
Η καθαρότητα και η σαφήνεια διακρίνει ακόμη και τη δομή των παραμυθιών. Παρ’ όλο που προσφέρουν φανταστικές συμβολικές εικόνες για τη λύση των προβλημάτων και περιέχουν πολλά ονειρικά στοιχεία, «διαθέτουν συνεκτική δομή με συγκεκριμένη αρχή και πλοκή που οδηγείται προς μια ικανοποιητική λύση η οποία επιτυγχάνεται στο τέλος». Ο Μπρούνο Μπετελχάιμ αντιλαμβάνεται αυτή την ιδιότητα του παραμυθιού ως το μεγάλο τους πλεονέκτημα έναντι των ονείρων. Επίσης, το παραμύθι σε αντίθεση με το όνειρο και το μύθο είναι αισιόδοξο, γιατί «σε αντίθεση με το όνειρο, προβάλλει την ανακούφιση απ’ όλες τις πιέσεις και όχι μόνο προτείνει τρόπους για να λυθούν τα προβλήματα, αλλά υπόσχεται ότι θα υπάρξει ‘αίσια’ έκβαση». (σελ.55)
«Οι μύθοι προβάλλουν μια ιδεώδη προσωπικότητα η οποία δρα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ‘Υπερεγώ’, ενώ τα παραμύθια απεικονίζουν την ολοκλήρωση του ‘Εγώ’ η οποία επιτρέπει την κατάλληλη ικανοποίηση των επιθυμιών του ‘Εκείνου’. Αυτή η διαφορά εξηγεί την αντίθεση ανάμεσα στη διεισδυτική απαισιοδοξία των μύθων και την ουσιαστική αισιοδοξία των παραμυθιών». (σελ.62)
Αν και το παραμύθι μπορεί να αρχίζει αρκετά ρεαλιστικά και στην πλοκή του να υφαίνονται στοιχεία της καθημερινής ζωής, ωστόσο δεν αναφέρεται με σαφήνεια στον εξωτερικό κόσμο. Στο περιεχόμενο των παραμυθιών τα ψυχολογικά φαινόμενα ενσαρκώνονται με συμβολική μορφή γεγονός που τα καθιστά πολύ αποτελεσματικά, αφού έτσι διευκολύνει τις εσωτερικές διεργασίες στον ψυχισμό του παιδιού. Τόσο τα παραμύθια όσο και οι μύθοι μιλούν κυρίως με τη γλώσσα των συμβόλων και αναπαριστούν ένα ασυνείδητο περιεχόμενο.
«Απευθύνονται ταυτοχρόνως στο συνειδητό και στο ασυνείδητο αλλά και στις τρεις ψυχικές διαστάσεις – ‘Εκείνο’, ‘Εγώ’, ‘Υπερεγώ’ – καθώς και στην ανάγκη για τα ιδεώδη του Εγώ».(σελ.56)
Ο Μπρούνο Μπετελχάιμ επισημαίνει επίσης τη θεραπευτική αξία του παραμυθιού, διότι πιστεύει ότι «ο ασθενής βρίσκει τη δική του λύση, αναλογιζόμενος τι υπαινίσσεται η ιστορία για τον ίδιο και τις εσωτερικές του συγκρούσεις αυτή τη στιγμή της ζωής του. Το περιεχόμενο της ιστορίας που επιλέγεται, δεν έχει συνήθως καμία σχέση με την εξωτερική ζωή του ασθενούς, αλλά σχετίζεται με εσωτερικά προβλήματά του, που μοιάζουν ακατανόητα και επομένως άλυτα».(σελ.40)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου