Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Ασθένεια ή Στάση Ζωής;
Η σχέση μας με το φαγητό ξεκινάει, από τη στιγμή της γέννησης μας και είναι ταυτόσημη με την μητέρα ή το άτομο που έχει αναλάβει αυτόν το ρόλο. Καθώς η μάνα ταΐζει το παιδί, μαζί με την υλική τροφή του δίνει και τα δικά της συναισθήματα κι αυτή είναι η λεγόμενη συναισθηματική τροφή η οποία δίνεται καταρχάς μέσα από την επαφή σώμα με σώμα,(ιδίως όταν υπάρχει θηλασμός), αλλά και μέσα από το βλέμμα, την αγκαλιά, το χάδι, ακόμη και τον λόγο που μοιάζει με χάδι!. Το φαγητό τρέφει το σώμα και το συναίσθημα την ψυχή. Συμβάλει έτσι στην ψυχό - συναισθηματική μας ανάπτυξη.
Μέσα από το σώμα το βρέφος επικοινωνεί με το περιβάλλον του. Εκπέμπει τα δικά του μηνύματα (πείνας, πόνου, ευχαρίστησης, δυσφορίας) και λαμβάνει μηνύματα από τον περίγυρο, μηνύματα αγάπης ή μη, ενδιαφέροντος ή αδιαφορίας, αποδοχής ή απόρριψης.
Η Alice Miller (2009), πιστεύει ότι όλη η ιστορία της ζωής μας είναι αποθηκευμένη στο σώμα μας. Όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα καταγράφονται κατευθείαν στο σώμα με την μορφή συναισθήματος – συγκίνησης και κατόπιν παίρνουν την μορφή του αισθήματος. Στη γλώσσα μας χρησιμοποιούμε εκφράσεις που εμπεριέχουν το σώμα για να εκφράσουμε πώς νοιώθουμε όπως για παράδειγμα ‘μου λύθηκαν τα γόνατα’(για τον φόβο), ή ‘μου ράγισες την καρδιά’ (για την θλίψη), ‘ μου έπρηξες το συκώτι’ (για το θυμό), ‘μου έκανες το κεφάλι καζάνι’ (για την στενοχώρια), ‘μου κόπηκε η χολή’ (για τον τρόμο) και άλλες.
Πιστεύει λοιπόν η Alice Miller (2009) πως αν ικανοποιηθούν οι ανάγκες του παιδιού για αγάπη (δηλ. στοργή, προσοχή, προστασία, συμπάθεια, φροντίδα και επιθυμία για επικοινωνία) το σώμα του θα κρατήσει αυτή την καλή ανάμνηση, και αργότερα, ως ενήλικας, αφενός θα έχει μία καλή ‘εικόνα του σώματος’ αφετέρου θα μπορεί να προσφέρει την ίδια αγάπη στα παιδιά του. Η ‘εικόνα του σώματος’ περιλαμβάνει τη ζωντανή σύνθεση των συναισθηματικών του εμπειριών και διαμορφώνει την αντίληψη που έχει το άτομο για το σώμα του και τον εαυτό του συνολικά. Αν πάλι (αυτές) οι ανάγκες του παιδιού για αγάπη δεν ικανοποιηθούν στο βαθμό που χρειάζεται, (ικανοποιηθούν λιγότερο ή περισσότερο) τότε η έλλειψη ή το ‘μπούκωμα’ καταγράφεται επίσης στο σώμα και εφόσον οι συναισθηματικές εμπειρίες δεν είναι καλές δεν είναι καλή και η εικόνα του σώματος.
Οι διατροφικές διαταραχές, όπως είναι η νευρική ανορεξία, η βουλιμία και η παχυσαρκία εκδηλώνονται μέσα από το σώμα, με κοινό παρονομαστή την στάση τους απέναντι στην τροφή. Στην περίπτωση της νευρικής ανορεξίας η άρνηση του ατόμου προς την τροφή συμβολίζει την άρνησή του προς τον τρόπο που σχετίζεται με το περιβάλλον του που το ‘μπουκώνει’ μηχανικά χωρίς να αφουγκράζεται τις συναισθηματικές του ανάγκες. Στην περίπτωση της βουλιμίας ή της παχυσαρκίας το άτομο που είναι συναισθηματικά πεινασμένο, αναζητά απεγνωσμένα να γεμίσει το κενό με οτιδήποτε μπορεί να θεωρήσει ότι θα το χορτάσει. Αλλά επειδή ακριβώς – όπως οι ανορεξικοί- δεν γνωρίζει τι χρειάζεται, δεν νοιώθει ποτέ χορτάτο. Το άτομο θέλει να τρώει, «πολύ απ’ όλα», όπως μου απάντησε κάποτε μια υπέρβαρη κυρία με αυτοσαρκαστικό χιούμορ. Επιθυμεί να είναι ελεύθερο να φάει ό,τι θέλει, χωρίς περιορισμούς και τελικά πέφτει θύμα της αδηφαγίας του δημιουργώντας σχέση εξάρτησης με το φαγητό.
Έχει παρατηρηθεί ότι το οικογενειακό πλαίσιο των παχύσαρκων ατόμων συχνά είναι ένα συμπαγές και κλειστό κύκλωμα που δεν αφήνει πολλά περιθώρια αυτονομίας στα μέλη του. Δεν επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων, των απόψεων, των κινήσεων, «κρατά κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα», καθώς λέει και το τραγούδι… όπως στην περίπτωση μιας υπέρβαρης κυρίας που δεν της είπανε ποτέ ανοιχτά οι γονείς της ότι ήταν υιοθετημένη και μάλιστα από τον αδελφό της θετής μητέρας της. Μεγαλώνοντας έβλεπε πόσο πολύ έμοιαζε στην βιολογική της μητέρα κι όμως ποτέ δεν τόλμησε να το συζητήσει ανοιχτά με κανέναν πλην της αδελφής της, όταν πια είχε μεγαλώσει….
Η απουσία συναισθηματικής ανταλλαγής και ουσιαστικής επικοινωνίας με τους γονείς έχει σαν συνέπεια τα άτομα να δυσκολεύονται να προσδιορίσουν και να αναγνωρίσουν τη δική τους ταυτότητα, την δική τους ‘εικόνα του σώματος’ ενώ διακατέχονται από την αίσθηση ότι είναι αόρατα, μη υπολογίσιμα, αφού κανείς δεν λαμβάνει υπόψη του πώς νοιώθει το άτομο. Το να αποκτήσει κανείς όγκο είναι μια ασυνείδητη απάντηση σ’ αυτή την αίσθηση του αόρατου.
Πολύ συχνά δε, στο ιστορικό των παχύσαρκων και των βουλιμικών ατόμων αναφέρεται περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης από συγγενικό πρόσωπο στην παιδική τους ηλικία. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η παχυσαρκία είναι η άμυνα που ασυνείδητα χρησιμοποιεί το άτομο για να προστατευθεί από τα προβλήματα που μπορεί να επιφέρει ένα ελκυστικό σώμα.
Είναι αναμενόμενο ότι σε τέτοια περιβάλλοντα αναπτύσσονται άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση που δεν πιστεύουν στις δυνατότητες τους, που έχουν έντονη την αίσθηση ότι δεν ελέγχουν τη ζωή τους, κάτι που καθρεφτίζεται στις διατροφικές τους συνήθειες. Τα παχύσαρκα ή υπέρβαρα άτομα πολύ συχνά καταφεύγουν σε επεισόδια βουλιμίας όπου τρώνε τεράστιες ποσότητες φαγητού σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και χωρίς συνείδηση του τι κάνουν, ανεξέλεγκτα. Μόνο που τα παχύσαρκα, σε αντίθεση με τα άτομα που πάσχουν από νευρική βουλιμία, δεν προκαλούν εμετό, δεν κάνουν κατάχρηση των καθαρτικών. Γι’ αυτό και συσσωρεύεται το λίπος. (Στην περίπτωση των ανορεξικών, για να αντισταθμίσουν την αίσθηση μη ελέγχου που έχουν για τη ζωή τους καταφεύγουν στον απόλυτο έλεγχο του σώματός τους).
Οι λόγοι που έχουν αναφερθεί ότι οδηγούν τα άτομα σε τέτοιες κρίσεις βουλιμίας, (εγώ τις λέω ‘γαστρονομικό πανικό’) είναι πάντοτε λόγοι συναισθηματικοί : θλίψη, ανία, αγωνία, απογοήτευση, μοναξιά, θυμός, φόβος, τα οποία’ όμως έχουν μάθει να τα κρατούν ‘κλειδωμένα’ μέσα στο σώμα από φόβο πως αν τα εκφράσουν θα δυσαρεστήσουν την οικογένεια, τους γονείς και τότε υπάρχει ο κίνδυνος της απόρριψης και της εγκατάλειψης. Δεν έχουν μάθει να βιώνουν το συναίσθημα αλλά να το αγνοούν και στην περίπτωση των παχύσαρκων ατόμων να το σκεπάζουν κάτω από τεράστιες ποσότητες φαγητού ή να το καταπίνουν μαζί με το φαγητό τους. (Οι βουλιμικοί ξερνάνε το συναίσθημα μαζί με το φαγητό).
Μέσα από το σύμπτωμα όμως τα άτομα με διατροφικές διαταραχές θέτουν ευθέως ερώτημα ζωής και θανάτου : θέλω να ζήσω και πώς; Στην νευρική ανορεξία το άτομο μπορεί, στην κυριολεξία, να ‘πεθάνει της πείνας’ ενώ στην παχυσαρκία ‘τρώει μέχρι θανάτου’ με την έννοια ότι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας όπως: διαβήτη 2, καρδιαγγειακά, αϋπνίες, άπνοια, οστεοαρθρίτιδα, πίεση, κατάθλιψη, που απειλούν την υγεία του και την οποία τα άτομα αυτά συχνά την παραμελούν όπως και τα ίδια είχαν συναισθηματικά παραμεληθεί από τους γονείς τους. Η αρνητική εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους και για το σώμα τους παρεμβαίνει και αναστέλλει την όποια ανάληψη ευθύνης και φροντίδας απέναντι στον εαυτό τους. Η στάση τους συχνά χαρακτηρίζεται από παθητικότητα και συνοψίζεται στη φράση «δε βαριέσαι…».
Άλλες φορές πάλι πάνε στο άλλο άκρο θέτοντας πολύ υψηλούς στόχους για απώλεια βάρους κι όταν δεν πετυχαίνουν το επιθυμητό βάρος απογοητεύονται και ξαναπαίρνουν τα χαμένα κιλά. Η τελειομανία και η διχοτομική σκέψη του ‘όλα ή τίποτα’, δεν τους βοηθάει να εκτιμήσουν τα άλλα οφέλη που μπορεί να είχαν από την απώλεια βάρους όπως καλύτερη υγεία, βελτίωση στις εργασιακές ή κοινωνικές σχέσεις κ. ά.
Κάποια θεραπευτικά προγράμματα της Γνωστικό - Συμπεριφορικής Σχολής προβλέπουν την πολυπλοκότητα του θέματος της παχυσαρκίας και εμπλέκουν μια ομάδα ειδικών (γιατρό, ψυχολόγο, διαιτολόγο, γυμναστή ) με στόχο άμεσο και πρωτεύοντα την απώλεια βάρους παράλληλα με την ψυχολογική υποστήριξη του ατόμου σ’ αυτή την προσπάθεια. Έμφαση δίνεται και στην συντήρηση του βάρους και στην εκπαίδευση του ατόμου για την αλλαγή της στάσης ζωής : πιο υγιεινή διατροφή, σωματική δραστηριότητα, πιο θετική αντιμετώπιση του εαυτού, και της ζωής γενικότερα. Όμως, συχνά προσκρούουν στα προβλήματα που αφορούν την ‘εικόνα του σώματος’ τα οποία είναι περίπλοκα, βαθιά εδραιωμένα και αποτελούν μείζονα πηγή δυσφορίας τόσο για τα υπέρβαρα άτομα όσο και για τις άλλες περιπτώσεις διατροφικών διαταραχών.
Άλλα θεραπευτικά προγράμματα δεν εστιάζουν στην απώλεια βάρους αλλά στην ψυχική ενδυνάμωση και στην συναισθηματική τροφοδότηση του ατόμου παρέχοντας άλλους τρόπους έκφρασης πέρα από τις συμβατικές μεθόδους του λόγου. Δοκιμάζουν να προσεγγίσουν το άτομο στην ολότητά του ως πνεύμα, σώμα, μυαλό και συναίσθημα ενεργοποιώντας κατά τη διάρκεια μιας θεραπευτικής συνεδρίας όλες αυτές τις πτυχές. Αυτές είναι οι θεραπείες μέσω της Τέχνης όπως : η εικαστική θεραπεία, το ψυχόδραμα, η χοροθεραπεία, η σωματική ψυχοθεραπεία και η δραματοθεραπεία.
Η λέξη δραματοθεραπεία είναι σύνθετη και αποτελείται από τις λέξεις ‘δράμα’ και θεραπεία. Στην αρχική της έννοια η λέξη δράμα σημαίνει δράω – δρω, δράση και περιλαμβάνει όλα τα μέσα δημιουργικής έκφρασης, ενώ στην λέξη θεραπεία περιέχεται η έννοια της αποκατάστασης της ψυχικής υγείας.
Η δραματοθεραπεία εξελίχθηκε και μορφοποιήθηκε μέσα από τις τεχνικές του θεάτρου (φωνή, κίνηση, μιμική, αυτοσχεδιασμό, κείμενο) αλλά παράλληλα χρησιμοποιεί κι άλλες μορφές έκφρασης όπως τη ζωγραφική, τη μουσική, το χορό, τον πηλό, το παραμύθι. Βασίζεται στην άποψη ότι η Τέχνη είναι ο ‘ενδιάμεσος χώρος’, το σημείο συνάντησης, όπου το άτομο προβάλλει και συναντά για πρώτη φορά τον εσωτερικό του κόσμο και τον συνδέει με την εξωτερική πραγματικότητα. Θεωρεί ότι αυτό που είναι κυρίως θεραπευτικό είναι η ανάπτυξη των κρυμμένων δημιουργικών δυνατοτήτων σε κάθε άτομο τις οποίες αξιοποιεί κυρίως μέσα από την θεατρική έκφραση γιατί πιστεύει ότι το θέατρο περιέχει ενδογενείς θεραπευτικές ιδιότητες.
Η δημιουργικότητα συνδέεται άμεσα και μας παραπέμπει στην παιδική ηλικία τότε που πολλοί από εμάς έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε παιχνίδι το καθετί. Απευθύνεται λοιπόν στο παιδί που κάποτε ήμασταν, του δίνει φωνή και λόγο για να εκφράσει τα παιδικά βιώματα και συναισθήματα και να αναλάβει εν τέλει το ρόλο του γονέα για αυτό το παιδί που κάποτε παραμελήθηκε και πληγώθηκε.
Μέσα από τη ζωγραφική, τον πηλό ή έναν ρόλο το άτομο εξωτερικεύει και δίνει μορφή σε κάτι που βρίσκεται μέσα του. Το συνδέει με το ‘εδώ και τώρα’ της ζωής του και συνομιλεί μαζί του σε διάφορα επίπεδα και σε διάφορες χρονικές στιγμές γιατί η συμβολική έκφραση έχει διαχρονική αξία. Επιπλέον, τα σύμβολα μας προσφέρουν την απόσταση ασφαλείας για να πλησιάσουμε και να γνωρίσουμε την προσωπική μας ιστορία χωρίς να τρομάξουμε.
Μέσα στο ασφαλές πλαίσιο της δραματοθεραπευτικής διαδικασίας, το άτομο καλείται να δράσει, να δημιουργήσει, να αυτοσχεδιάσει, να δοκιμάσει καινούριους ρόλους να νοιώσει την αίσθηση αυτών των ρόλων και σταδιακά να τους δοκιμάσει και στη ζωή του. Έτσι το άτομο ενεργοποιείται ποικιλοτρόπως προκειμένου να γνωρίσει την αξία του, τις δυνατότητες του, να έρθει σε επαφή με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του που είχαν παραμεληθεί και να κινητοποιηθεί να τις φροντίσει. Ενθαρρύνει και υποστηρίζει το άτομο να τροποποιήσει την αρνητική ‘εικόνα του σώματος’ σε θετική, για να αλλάξει τελικά και τη στάση Ζωής.
Όταν το άτομο βιώσει ότι κάποιος το ακούει, το καταλαβαίνει, το λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψη και του δίνει την ευκαιρία να εκφράσει τα αισθήματά του, τότε αντιλαμβάνεται ότι αυτή ακριβώς είναι η τροφή που χρειαζόταν όλη του τη ζωή και δεν χρειάζεται πλέον να κρύβεται. Γιατί η αληθινή τροφή είναι η συναισθηματική επικοινωνία, χωρίς ψέματα, χωρίς εσφαλμένες ‘ανησυχίες’, χωρίς αισθήματα ενοχής, κατηγορίες, προειδοποιήσεις, εκφοβισμό. Και τότε είναι σε θέση να αλλάξει στάση ζωής και διατροφής αφού πια μπορεί να χορτάσει συναισθηματικά.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2010 Βαρβάρα Μπουκουβάλα.

Theme by WordpressCenter.com.
Blogger Template by Beta Templates.