Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011


Ανάλυση του θεατρικού έργου «Ο Πατέρας» μέσα από την θεωρία του Salvador Minuchin έτσι όπως αυτή αναπτύσσεται στο βιβλίο του «Οικογένειες και Οικογενειακή Θεραπεία»


Η οικογένεια είναι ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία. Είναι ένα μικρό σύνολο ατόμων – υποσύνολο που μπορεί να νοηθεί ως σύστημα. Το σύστημα αυτό της οικογένειας που λειτουργεί σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια έχει την δική του δομή που μετασχηματίζεται και προσαρμόζεται τόσο στην αναπτυξιακή πορεία των μελών της όσο και στις μεταβαλλόμενες καταστάσεις της κοινωνίας. Στόχος της πάντα είναι να διατηρήσει τη συνέχεια της και να προάγει την ψυχό - κοινωνική ανάπτυξη του κάθε μέλους της». (σελ. 113 - 114)

Το έργο του Αυγ. Στρίντμπεργκ «ο πατέρας», εκτυλίσσεται στο τέλος του 19 ου αιώνα (γράφτηκε το 1886), μέσα σε μία οικογένεια της εποχής αποτελούμενη από τον πατέρα – λοχαγό Λάσεν, τη μητέρα – Λάουρα, την μητέρα της – γιαγιά - και την παραμάνα του Λοχαγού. Στην οικογένεια συμμετέχουν επίσης ο αδελφός της Λάουρα – ο Πάστορας - και ο Γιατρός που ενοικιάζει κάποιο μέρος του σπιτιού.
Σε όλο το έργο διαδραματίζεται μια διαμάχη. Σε πρώτο πλάνο η διαμάχη επικεντρώνεται ανάμεσα στον πατέρα και στη μητέρα με θέμα την ανατροφή του παιδιού. Ο πατέρας θέλει να στείλει την κόρη του στην πόλη για να γίνει δασκάλα, ένα εφόδιο που το θεωρεί πολύ καλό είτε παντρευτεί είτε όχι, ενώ η μητέρα θέλει να την κρατήσει κοντά της και να την κάνει ζωγράφο.
Η αναπτυξιακή πορεία του ενός μέλους της οικογένειας, θέτει σοβαρούς τριγμούς στα θεμέλια της – στην πορεία της ίδιας της οικογένειας - και τη φέρνει αντιμέτωπη με ερωτήματα όπως : Ποιος θα έχει τον τελευταίο και καθοριστικό λόγο στις οικογενειακές αποφάσεις, ειδικά αυτές που αφορούν το μέλλον των παιδιών; Σε ποιόν ανήκουν τα παιδιά : στον πατέρα όπως υποστηρίζει ο Λοχαγός ή μήπως στη μητέρα όπως προσπαθεί να μας αποδείξει η Λάουρα;
Σε δεύτερο πλάνο, με εξίσου κυρίαρχο ρόλο παρουσιάζεται ο αδυσώπητος αγώνας των δύο συζύγων και κατ’ επέκταση των δύο φύλλων : « ο άντρας εναντίον της γυναίκας », όπως εξηγεί ο Λοχαγός στον Πάστορα.
Σε τρίτο πλάνο γινόμαστε μάρτυρες της αντίστασης και της πάλης ενάντια στην κοινωνική αλλαγή που προμηνύεται : στην αλλαγή της θέσης της γυναίκας, στην αμφισβήτηση των θεσμών του γάμου, της οικογένειας, της εκκλησίας, στην άνοδο της επιστημονικής σκέψης και έρευνας - αλλαγές που έχουν συλλάβει οι ευαίσθητες κεραίες του συγγραφέα. Θα λέγαμε ότι το έργο λειτουργεί ως οιωνός και εξάγγελος των κοινωνικών αλλαγών.
Άλλωστε όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο S. Minuchin : «Η οικογένεια πάντοτε διερχόταν φάσεις αλλαγής οι οποίες ακολουθούσαν παράλληλη πορεία με τις μεταβολές της κοινωνίας. Αναλάμβανε ή εγκατέλειπε τις λειτουργίες της προστασίας και της κοινωνικοποίησης των μελών της ανταποκρινόμενη στις ανάγκες του πολιτισμού».(σελ.105)« Η οικογένεια αποτελεί το καλούπι της ψυχό - κοινωνικής ανάπτυξης των μελών της ενώ πρέπει ταυτόχρονα να προσαρμόζεται στην κοινωνία και να εξασφαλίζει κάποια συνέχεια στην κουλτούρα της».(σελ. 108) «Η αλλαγή μεταφέρεται και περνά πάντοτε από την κοινωνία προς την οικογένεια.».(σελ. 112)
Οι δύο γονείς διεκδικούν την εξουσία τους για την ανατροφή του παιδιού τους, ο μεν πατέρας επικαλούμενος το γράμμα του Νόμου και την μέχρι τώρα πατριαρχική παράδοση ενώ η μητέρα υπαινίσσεται το δικαίωμα της να επιλέγει εκείνη τον γεννήτορα του παιδιού της, χωρίς να δεσμεύεται από το θεσμό του γάμου, προβάλλοντας τη δύναμη που της δίνει η γνώση ότι τελικά, αυτή και μόνον αυτή, μπορεί να ξέρει ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού, άρα να έχει αδιαμφισβήτητα δικαιώματα επάνω σ’ αυτό. Ο Λοχαγός πιστεύει πως με το συμβόλαιο γάμου η μητέρα
«πουλάει τα δικαιώματά της και παραιτείται από κάθε αξίωση. Ο άντρας σε αντάλλαγμα αναλαμβάνει να θρέψει εκείνη και τα παιδιά της».
Θεωρεί ότι το συμβόλαιο γάμου σφραγίζει την πατρότητα για την οποία ο ίδιος δεν έχει καμία αμφιβολία, ακόμη κι όταν η Λάουρα θέτει το θέμα της απιστίας. Αντιπαρέρχεται τον υπαινιγμό ως « άσχετο με το θέμα τους ».
Είναι τυπολάτρης, απόλυτος και άκαμπτος άρα επικίνδυνος να ‘σπάσει’, αλλά και πιο προκλητικός για την αντίπαλο του να τον κατατροπώσει με το ισχυρότερο ‘χαρτί’ της, την αμφιβολία : πώς μπορεί να είναι σίγουρος ότι το παιδί είναι δικό του; Πώς μπορεί να ξέρει, αν αυτή η ίδια δεν τον απάτησε με κάποιον άλλον; Η Λάουρα φαίνεται διατεθειμένη ‘για όλα’ προκειμένου να αποφασίσει αυτή για την ανατροφή της κόρης τους Βέθρας. Άλλωστε το δηλώνει απερίφραστα στο Λοχαγό πως :
« αν το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί με συμβιβασμό τότε θα πρέπει να λυθεί με τη βία ».
Όμως, ποια είναι η ‘δομή’ αυτής της οικογένειας, τα ‘πρότυπα συναλλαγής’ και ο ‘οικογενειακός της χάρτης’;
Σύμφωνα με τον Salvador Minuchin : «Η οικογενειακή δομή είναι το αθέατο, αόρατο σύνολο των λειτουργικών απαιτήσεων, το οποίο οργανώνει τους τρόπους με τους οποίους αλληλεπιδρούν τα μέλη μεταξύ τους………Μια οικογένεια είναι ένα σύστημα που λειτουργεί μέσω προτύπων συναλλαγής……Οι επαναλαμβανόμενες συναλλαγές εδραιώνουν πρότυπα σχετικά με το πώς, πότε και με ποιον θα σχετιστεί ο καθένας. Αυτά τα πρότυπα στηρίζουν τα θεμέλια του συστήματος».( Σελ. 114 )
Όπως έχει ήδη αναφερθεί την οικογένεια αποτελούν ο σύζυγος με την παραμάνα του, η σύζυγος με τη μητέρα της και η κόρη. Από νωρίς μαθαίνουμε από τον Λοχαγό ότι η Λάουρα
«είκοσι χρόνια τώρα μου συμπεριφέρεται σα να πρόκειται να πεθάνω από στιγμή σε στιγμή».
Από τον Πάστορα μαθαίνουμε επίσης ότι πάρα πολλές γυναίκες διευθύνουν το σπίτι του Λοχαγού, μια κατάσταση που ο ίδιος ο Λοχαγός βιώνει σαν να
«Είναι ένα κλουβί με τίγρεις – κι αν δεν κρατούσα ένα καυτό σίδερο κάτω από τη μύτη τους θα μ’ έριχναν κάτω και θα με κατασπάραζαν με την πρώτη ευκαιρία».
Όσο για την παραμάνα, ο Λοχαγός ομολογεί ότι:
«..μου φέρεται σα να φορούσα ακόμα τη σαλιαρίστρα μου.»
Λίγο αργότερα μας αποκαλύπτεται το πρότυπο συναλλαγής του ζευγαριού, που θέλει τη Λάουρα στο ρόλο της μάνας και τον Λοχαγό στο ρόλο του παιδιού.
Λάουρα : «Θυμάσαι, πρωτομπήκα στη ζωή σου σα δεύτερη μάνα σου; Το μεγάλο δυνατό σώμα σου φοβόταν. Ήσουν ένα μεγάλο αγόρι που άργησε να γεννηθεί ή που ήρθε ανεπιθύμητο» .
Λοχαγός : «Ναι. Νομίζω πως αυτό ήταν. Ο πατέρας κι η μητέρα δεν ήθελαν να γεννηθώ, κι έτσι γεννήθηκα χωρίς θέληση. Όταν εσύ κι εγώ γινήκαμε ένα, νόμισα πως ολοκλήρωνα τον εαυτό μου …κι έτσι άφηνα εσένα να διοικείς …κι εγώ που μέσα στο στρατώνα, ανάμεσα σε στρατιώτες έβγαζα διαταγές, μ’ εσένα ήμουνα εκείνος που εκτελούσε διαταγές. Μεγάλωσα πλάι σου, σ’ έβλεπα σαν ένα πλάσμα ανώτερο, σ’ άκουγα με προσοχή, λες κι ήμουνα το αθώο σου παιδί» .
Η Λάουρα βλέπει τον άντρα σαν ένα αδύναμο μεγάλο παιδί που είναι πρόθυμη να τον φροντίσει σα μάνα, τον απορρίπτει και τον μισεί όταν αυτός θυμάται τον αντρισμό του και την πλησιάζει ερωτικά :
«….σ’ αγαπούσα σαν παιδί μου…….Κάθε φορά που τα αισθήματα σου για μένα άλλαζαν, κι ερχόσουνα κοντά μου σαν εραστής, ντρεπόμουν, και το αγκάλιασμά σου ήτανε μια έκσταση που μου έφερνε τύψεις στη συνείδηση λες και το αίμα μου ντρεπόταν. Η μάνα γινόταν ερωμένη – ε! ».
Και σα να μην έφτανε αυτή η δήλωση, όταν ο Λοχαγός τη ρωτάει :
«Με μισείς ;»
του απαντάει
«Κάποτε. Όταν είσαι άντρας»
Μετά απ’ αυτές τις δηλώσεις, είναι να αναρωτιέται κανείς αν και κατά πόσο υφίσταται το ‘συζυγικό υποσύστημα’ που σύμφωνα με τον ορισμό του S. Minuchin, «σχηματίζεται όταν δύο ενήλικες διαφορετικού φύλου συνδέονται με ρητό σκοπό να δημιουργήσουν μία οικογένεια. Απαιτείται συμπληρωματικότητα και αμοιβαία προσαρμογή. Γι’ αυτό πρέπει να αναπτύξει πρότυπα συναλλαγής σύμφωνα με τα οποία ο κάθε σύζυγος στηρίζει τη λειτουργία του άλλου σε πολλούς τομείς. Χρειάζεται να παραχωρήσουν μέρος της διαφορετικότητας τους για να κερδίσουν την αίσθηση του ‘ανήκειν’. Αυτό το υποσύστημα μπορεί να γίνει καταφύγιο από τους εξωτερικούς στρεσογόνους παράγοντες και το καλούπι για την επαφή με άλλα κοινωνικά συστήματα. Να ενθαρρύνει τη μάθηση, τη δημιουργικότητα και την ανάπτυξη αλλά να ενεργοποιήσει και τις αρνητικές πλευρές του καθενός εκ των δύο συζύγων, όπως π.χ. το πρότυπο συναλλαγής «προστάτη – εξαρτώμενου». Αυτό το υποσύστημα πρέπει να θέσει ένα όριο στις παρεμβάσεις που δημιουργούν οι απαιτήσεις των άλλων υποσυστημάτων ειδικά όταν έχει παιδιά» (σελ.121 - 122)
Για τη Λάουρα όλοι οι άντρες είναι πιο αδύναμοι και ξέρει πάντα μέχρι ποιο σημείο θα τους δώσει και για ποιο λόγο, κάτι που παραδέχεται μπροστά στον Λοχαγό:
«Είναι παράξενο, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να κοιτάξω έναν άντρα χωρίς να σκεφτώ πως είμαι πιο δυνατή απ΄ αυτόν»…
«Ο έρωτας ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα είναι πόλεμος. Και μη νομίζεις ότι δόθηκα. Όχι δεν έδωσα, πήρα - ό,τι ήθελα να πάρω…..»
Ο λοχαγός αναγνωρίζει και παραδέχεται μπροστά της τη δύναμη και επιρροή που ασκούσε επάνω του αποκαλύπτοντας μας έτσι τη δυναμική της σχέσης τους : ήταν η θεά του που την πίστευε τυφλά :
«Με υπνώτιζες έτσι που ούτε να βλέπω ούτε ν’ ακούω μπορούσα, αλλά μόνο να υπακούω. Μου έδινες ωμή πατάτα και μ’ έκανες να πιστεύω πως ήταν ροδάκινο…..»
μέχρι που μια ωραία μέρα ‘ξύπνησε’ :
«……. κοίταξα γύρω μου και είδα πως η υπόληψή μου ντροπιαζόταν θέλησα να ξεπλύνω το στίγμα, με μια πράξη ανώτερη, μ’ ένα έργο γενναίο, μια ανακάλυψη ή μ’ ένα έντιμο θάνατο….Τότε ήταν που στράφηκα στην επιστήμη…»
Όμως αυτή τη ‘στροφή αυτονόμησης’ του Λοχαγού η Λάουρα τη βίωσε ως απειλή στην υπάρχουσα οικογενειακή τάξη πραγμάτων και επιχείρησε να την αποτρέψει. Στο τέλος ομολογεί στο Λοχαγό ότι
«Η παρουσία σου ήταν για μένα μια πέτρα στο στήθος, που πίεζε, πίεζε ώσπου η καρδιά μου επαναστάτησε ενάντια σ’ αυτό το βάρος που την έπνιγε. Αυτή είναι η αλήθεια, κι αν άθελά μου σε πλήγωσα, ζητώ να με συγχωρέσεις.»
Παρεμπόδισε λοιπόν, την εξέλιξη του επιστημονικού έργου του λοχαγού με την πίστη ότι :
« Έπρεπε να προφυλάξω την οικογένεια μου. Δεν μπορούσα να τον αφήσω να μας καταστρέψει όλους χωρίς να κάνω τίποτα γι’ αυτό ».
Αντιστέκεται στην αναπτυξιακή πορεία του Λοχαγού με τον ίδιο τρόπο που αντιστέκεται και στης κόρης της. Άλλωστε το ομολογεί αρκετά νωρίς στο έργο λέγοντας :
« Νομίζεις πως θ’ αφήσω την κόρη μου να πάει να ζήσει με ανθρώπους που θα της λένε πως όλα όσα της έμαθα είναι ανοησίες και να περιφρονήσει έτσι τη μάνα της για πάντα; »
Η Λάουρα φαίνεται να βιώνει τον εαυτό της και την οικογένεια μέσα από το ρόλο της σα μάνα και καθόλου σα γυναίκα ή σα σύζυγος. Εμμένει και επιμένει στην κατάχρηση εξουσίας που της δίνει ο ρόλος της ως γονιός χωρίς καμία διάθεση προσαρμογής στα καινούρια δεδομένα που σχετίζονται με την ανάπτυξη των μελών της οικογένειας και τη δημιουργία καινούριων αναγκών.
Όλα πρέπει να μείνουν ως έχουν. Θέλει να είναι η παντοδύναμη που όλα περιστρέφονται γύρω απ’ αυτή κι αυτή γύρω απ’ όλους. Έτσι αν ο Λοχαγός κερδίσει την αναγνώρισή του ως επιστήμονας και η κόρη της φύγει για σπουδές, δει κι ακούσει άλλα απ’ αυτά που η ίδια της έμαθε, φοβάται ότι θα χάσει όλη τη δύναμη επιρροής της πάνω στο παιδί.
Αντιθέτως, ο συνασπισμός που παραμένει ισχυρός σε όλη τη διάρκεια είναι ο ‘γυναικείος’ συνασπισμός της μάνας, και της γιαγιάς έναντι του άντρα – συζύγου και γαμπρού.Ακόμη και η παραμάνα φαίνεται να συμμετέχει σ’ αυτόν, αν και παραπαίει ανάμεσα στην γυναικεία - θηλυκή φύση που την κάνει ‘συνένοχο’ με τις άλλες γυναίκες και στην στοργή της ως ‘μάνα’, παρά- μάνα προς τον Λοχαγό. Το ίδιο παραπαίει και η κόρη, ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, ανίκανη να αρθρώσει το δικό της λόγο, έρμαιο της πάλης ανάμεσα στα δύο φύλα, στο παλιό με το καινούριο, της επιστήμης έναντι της εκκλησίας, του παγανισμού έναντι της θρησκείας.
Όσο για τη γιαγιά, μόνο την ακούμε να αναφέρεται χωρίς ποτέ να φανερώνεται… απασχολημένη ίσως να επικοινωνεί με τα πνεύματα ή μήπως να κινεί τα νήματα από τις μαριονέτες – μέλη της οικογένειας και να υπονομεύει το κύρος και την αξία του μοναδικού αρσενικού;
Το προφίλ και η δύναμη της γιαγιάς μας αποκαλύπτεται μόνο μέσα από τα λόγια της εγγονής απευθυνόμενη στον πατέρα της :
«Η γιαγιά λέει πως τα πνεύματα εκδικούνται όποιον μιλάει γι’ αυτά.»……,
«Η γιαγιά όμως λέει πως δεν καταλαβαίνεις, κι ότι εσύ έχεις πολύ χειρότερα πράγματα που βλέπουν τι γίνεται σε άλλους πλανήτες»……..,
«Η γιαγιά όμως λέει πως αυτή μπορεί και βλέπει πράματα που εσύ δεν μπορείς»
Είναι η κρυφή δύναμη που επηρεάζει κόρη και εγγονή φτιάχνοντας μια ‘θηλυκή εταιρεία’ έτοιμη να εξοντώσει όποιον τολμήσει να της εναντιωθεί. Κι όταν ο πατέρας αγανακτισμένος αναφωνεί ότι
«η γιαγιά λέει ψέματα»,
η εγγονή μην αντέχοντας την πτώση της γιαγιάς της και κυρίως της μητέρας της σκεπτόμενη ότι :
«Τότε κι η μαμά θα λέει ψέματα»,
βιάζεται να την υποστηρίξει απειλώντας τον πατέρα της πως :
«Αν πεις πως η μαμά λέει ψέματα, ποτέ δεν θα πιστέψω πια εσένα»,
για να σώσει έτσι το κύρος της μητέρας της που λειτουργεί ως το δικό της σημείο αναφοράς.
Αρκεί αυτή η στιχομυθία για να μας αποκαλύψει την ταύτιση των απόψεων σε τρεις γενιές, τη δύναμη της γιαγιάς επάνω στις άλλες δύο αλλά και τη δύναμη της Λάουρα έναντι του Λοχαγού. Ο λόγος του Λοχαγού φιλτράρεται μέσα από τη Λάουρα για να εγκριθεί ή να απορριφθεί αναλόγως.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του αδελφού της η Λάουρα είναι μια γυναίκα που
« όταν ήταν μικρή στεκόταν βουβή και ακίνητη σαν το λείψανο μέχρι να της γίνει το θέλημα . Κι αφού της κάνανε το χατίρι έδινε πίσω ό,τι είχε πάρει εξηγώντας ότι δεν ήταν το πράγμα που ήθελε αλλά το ότι έπρεπε να της γίνει το θέλημα ».
Και ο ίδιος ο λοχαγός παραδέχεται ότι τρομάζει από το πάθος της και μερικές φορές αναρωτιέται μήπως είναι άρρωστη.
Όλοι μέσα στο έργο υπαινίσσονται πως αν δεν το θέλει η Λάουρα δεν πρόκειται να γίνει….όλοι εκτός από το Λοχαγό που νοιώθει πως έχει το Νόμο με το μέρος του,
«Ο νόμος ορίζει πως το παιδί θ’ ανατραφεί με τα πιστεύω του πατέρα του»
κι αισθάνεται προς το παρόν ασφαλής. Όμως η Λάουρα πιστεύει πως :
« μια μάνα μπορεί και πρέπει να κάνει οποιοδήποτε έγκλημα για το παιδί της »,
ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να εξοντώσει τον πατέρα και σύζυγο, χωρίς ν’ αφήσει ίχνος αίματος όπως παρατηρεί κι ο Πάστορας :
«Ούτε μια σταγόνα αίμα να σε προδώσει, μήτε σημάδι από το δηλητήριο που κρύβεται εκεί μέσα! Ένας μικρός, αθώος φόνος που ο νόμος δε θα μπορέσει να βρει, ένα ακούσιο έγκλημα….»
Έτσι λοιπόν βάζει το σχέδιο της σε δράση, ένα σχέδιο που γλιστράει απλά και αθόρυβα πάνω στις γραμμές που ο ίδιος ο Λοχαγός είχε βάλει. Με αφορμή ένα τυχαίο γεγονός που αφορούσε το υπηρετικό προσωπικό, ο Λοχαγός εκφράζει την άποψη ότι ένας σωστός άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος για την πατρότητα του παιδιού, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το Νόμο ο οποίος
« δε λέει καθαρά ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού » .
Είναι σα να παίζανε μια παρτίδα χαρτιά κι ο Λοχαγός πέταξε το χαρτί που έλειπε στη Λάουρα για να ‘κλείσει’ ! Από καιρό μεθόδευε την υπονόμευση του Λοχαγού, αλλά μόλις τώρα το σχέδιο της, ‘επιχείρηση αποδυνάμωσης’, μπαίνει σε εφαρμογή και εκτυλίσσεται σε τρεις άξονες : στον έναν άξονα του ενσταλάζει την αμφιβολία :
« Έχει αποδειχτεί τώρα τελευταία ότι κανένας δεν μπορεί να ’ναι βέβαιος για το ποιος είναι ο πατέρας ενός παιδιού »
Κι όταν ο Λοχαγός δεν καταλαβαίνει το νόημα του λέει κατάμουτρα :
« Δεν μπορείς να είσαι βέβαιος ότι είσαι ο πατέρας της Βέθρας » .
Αυτό είναι ένα καίριο πλήγμα στη δύναμη και στην τιμή του αλλά και στην επιθυμία του για ζωή.

Για το Λοχαγό, η πατρότητα σημαίνει επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα και τις συμβάσεις της. Ένας πατέρας για να θρέψει την οικογένεια του πρέπει να έχει μια σταθερή δουλειά, να έχει αποδεχτεί την έννοια των συμβάσεων προκειμένου να διατηρήσει τη δουλειά του, με λίγα λόγια να βάλει τις ανάγκες του παιδιού σε προτεραιότητα και τις δικές του σε δεύτερη μοίρα. Είναι ο γεννήτορας και ο τροφοδότης .
Σε μεταφυσικό επίπεδο, για έναν επιστήμονα και υλιστή που δεν πιστεύει και δεν ακολουθεί κάποια θρησκεία όπως τον κατηγορεί η παραμάνα του, η πατρότητα του εξασφαλίζει την είσοδο θα λέγαμε στην μεταθανάτιο ζωή. Γιατί όπως λέει χαρακτηριστικά και ο ίδιος :
«Δεν πιστεύω στη νεκρανάσταση, μα το παιδί αυτό ήταν για μένα η ζωή μου μετά θάνατον. Ήταν η ιδέα μου για την αθανασία – η μόνη ίσως που έχει κάποια βαθύτερη σχέση με την αλήθεια. Αν μου την πάρεις μου παίρνεις τη ζωή»
……………………………………………………………………………………………
«Τι μ’ ωφελεί εμένα οτιδήποτε τώρα που μου στερήσανε την ελπίδα της αθανασίας, ……..Τώρα θέλω να πεθάνω! Κάντε με ό,τι θέλετε! Πια δεν υπάρχω!»
Στο δεύτερο άξονα τον αποδυναμώνει σαν επιστήμονα παρακρατώντας εδώ και μήνες την αλληλογραφία του που περιλαμβάνει στοιχεία απαραίτητα για την εξέλιξη της επιστημονικής του έρευνας και της ανάδειξης του. Όταν το ανακαλύπτει ο Λοχαγός νοιώθει σα να του ‘έκοψε το χέρι, λίγο πριν το απλώσει για να πάρει τους καρπούς των κόπων του’ και της λέει :
«Τώρα δεν έχω τιμή και δεν μπορώ να ζω, γιατί χωρίς τιμή δε ζει ο άντρας.»
Στον τρίτο άξονα τον διαβάλλει στους συνεργάτες του και οικογενειακούς φίλους ότι είναι ψυχικά και πνευματικά άρρωστος έχοντας επίσης και τα απαραίτητα εχέγγυα για να στηριχτεί : μια επιστολή του Λοχαγού σε κάποιο γνωστό του γιατρό, πριν από έξη χρόνια, όπου του ομολογούσε ότι φοβόταν για τα λογικά του. Φροντίζει επίσης να προϊδεάσει τον νεοαφιχθέντα γιατρό και ενοικιαστή τους ότι ο άντρας της
« δεν είναι στα καλά του » .
Επιπλέον, χρησιμοποιεί τις συμβουλές του γιατρού που τη διαφωτίζει πώς πρέπει να συμπεριφέρεται στον άντρα της για να μην επιδεινωθεί η κατάστασή του,
« Αποφεύγετε να συζητάτε με τον άντρα σας θέματα που τον εξάπτουν. Σ’ ένα άρρωστο μυαλό οι φαντασιώσεις ευδοκιμούν σαν τα καλάμια, κι εύκολα γίνονται έμμονες ιδέες ή και μονομανία. Ο ασθενής εντυπωσιάζεται από το καθετί και κατά συνέπεια υποψιάζεται τα πάντα. »
ακριβώς για να την επιδεινώσει !
Χρησιμοποιεί την υποψία της αμφιβολίας και την αφήνει να λειτουργήσει διαβρωτικά. Όπως το νερό εισχωρεί αργά και σταθερά στον σκληρό βράχο έτσι και η αμφιβολία διαβρώνει τη βεβαιότητα - σταθερότητα του λοχαγού και τον οδηγεί σταδιακά στο παραλήρημα :
«σε τελευταία ανάλυση ποιος άντρας μπορεί με σιγουριά να λέει ότι τα παιδιά είναι δικά του. Το φρονιμότερο γι’ αυτόν θα ήταν να αποκαλεί τα παιδιά ως ‘τα παιδιά της γυναίκας μου’ » .
Και λίγο μετά προτείνει :
« Πρώτα πρέπει να γίνεται ο γάμος για να ’χουμε κοινωνική υπόληψη , αμέσως μετά να χωρίζουμε και να γινόμαστε εραστές και να υιοθετούμε το παιδί . Έτσι θα ’σαι τουλάχιστον ήσυχος πως αυτό είναι το παιδί σου που υιοθέτησες »
Πώς όμως καταφέρνει να
« ξηλώσει τις συνδέσεις για να αρχίσουν οι ρόδες να κυλάνε προς τα πίσω»,
όπως πολύ εύστοχα την κατηγορεί ο Λοχαγός ; Αρκεί μόνο να δεχτούμε την άποψη της ότι « το μυαλό μου είναι ίδιο με τη θέλησή μου » ή την άποψη του Λοχαγού που της λέει ότι δεν έχει
«αισθήματα ούτε ηθικό φραγμό»,
για να παραδεχτούμε τη δύναμη και την υπεροχή της ; Ποιο είναι το αδύνατο σημείο του Λοχαγού
Από την παραμάνα μαθαίνουμε ότι ο Λοχαγός ήταν ένα τρελό μωράκι που έπρεπε να του λένε ιστορίες γιατί αλλιώς νόμιζε πως όλοι θέλανε το κακό του. Και ως ενήλικας σκέφτεται άσχημα για όλο τον κόσμο και είναι καχύποπτος.
Σε όλο το έργο βλέπουμε την αμφιθυμία του Λοχαγού απέναντι στη γυναίκα που άλλοτε την αγαπάει τρυφερά και ζητάει καταφύγιο στην αγκαλιά της
«Ω, είναι γλυκό να κοιμάσαι στον κόρφο της γυναίκας, μάνας ή αγαπητικιάς, μα πιο γλυκό στης μάνας!»
κι άλλοτε τη μισεί ως άσπονδο εχθρό και την παρομοιάζει με ‘Ομφάλη’ :
«…..Πιστεύω πως όλοι είσαστε εχθροί μου. Η μάνα μου ήταν εχθρός μου. Δεν ήθελε να με φέρει στον κόσμο γιατί η γέννησή μου θα την έκανε να πονέσει. Στέρησε το πρώτο μου έμβρυο από τη θρεπτική του ουσία, κι έτσι γεννήθηκα σχεδόν σακάτης. Η αδελφή μου ήταν εχθρός μου, όταν μ’ έμαθε πως ήμουν κατώτερος από ’κείνην. Η πρώτη γυναίκα που φίλησα ήταν εχθρός μου – αυτή μου ‘δωσε δέκα χρόνια αρρώστιας σ’ αντάλλαγμα για την αγάπη που της έδωσα. Η κόρη μου έγινε εχθρός μου όταν εσύ την ανάγκασες να διαλέξει ανάμεσα στους δυο μας. Κι εσύ, η γυναίκα μου, ήσουν ο πιο θανάσιμος εχθρός μου, γιατί δε μ’ άφησες από κοντά σου ωσότου έστυψες τη ζωή από πάνω μου.»
Ο Λοχαγός νοιώθει προδομένος από τη Γυναίκα που πίστεψε κι αγάπησε, από την Αγάπη ως αξία
«……Ίσως να φταίει η ιδέα του γάμου. Στα παλιά τα χρόνια παντρευόταν ένας μια σύζυγο. Τώρα κάνει μια επιχείρηση με ένα θηλυκό συνέταιρο ή συγκατοικεί μ’ ένα φίλο. Κι ύστερα διαφθείρει το συνέταιρο ή ατιμάζει το φίλο. Πού είναι η αγάπη – ο ζωντανός, αισθαντικός έρωτας ; Πέθανε από ασιτία. Και ποιο το αποτέλεσμα απ’ αυτή την ερωτική αγοραπωλησία, μια ανοιχτή επιταγή σε λογαριασμό που χρεοκόπησε ;…..»

αλλά κι από τον θεσμό του γάμου και της οικογένειας που υπηρέτησε σαν πειθήνιος στρατιώτης,
«Δούλεψα σα σκλάβος για σένα και για το παιδί σου…Θυσίασα τη ζωή μου και την καριέρα μου, τράβηξα βάσανα, συφορές, αγρύπνιες…….για να χαρείς μια καινούρια ζωή με το παιδί σου. Τα υπόφερα όλ’ αυτά χωρίς παράπονο γιατί πίστευα πως ήμουν ο πατέρας αυτού του παιδιού. Αυτή είναι η πιο τέλεια μορφή κλεψιάς, η πιο βάναυση δουλεία. Δούλεψα 17 χρόνια για έγκλημα που δεν έκανα . Τι θα μου δώσεις για αντάλλαγμα ;»

Απομονωμένος στο ρόλο του σπερματοδότη και τροφοδότη, παροπλίζεται σαν πλοίο που ολοκλήρωσε την αποστολή του :
«Η δουλειά σου σαν πατέρας και τροφοδότης έχει τελειώσει. Τώρα δεν χρειάζεσαι πια άλλο και μπορείς να φύγεις. Το μυαλό μου βλέπεις είναι ίδιο με τη θέλησή μου, κι αφού δεν έχεις διάθεση να μείνεις και να το δεχτείς, μπορείς να πηγαίνεις»,
του λέει ψυχρά και αποφασιστικά η Λάουρα και τον καταρρακώνει.
Αφήνεται λοιπόν να εξοστρακιστεί ως τσουκνίδα που δεν έχει θέση ανάμεσα στις βιολέτες, όπως πολύ ποιητικά το ομολογεί ο Πάστορας στη Λάουρα :
«Πάντα μου, ξέρεις, τον έβλεπα σαν τσουκνίδα στις βιολέτες μας».
Έτσι όμως μας αποκαλύπτεται η θέση, η στάση και η συμμετοχή του Πάστορα, αδελφού της Λάουρα, - η δράση του ‘αδελφικού υποσυστήματος’ - μέσα σ’ αυτή τη ‘συνομωσία αποδυνάμωσης’ του πατέρα. Ο ίδιος ο πάστορας παραδέχεται τη συμμετοχή του
«Νομίζεις πως εγώ είμαι αμέτοχος ;»,
στον ανορθόδοξο πόλεμο που γίνεται εναντίον του Λοχαγού από την αρχή του έργου, γεγονός που λίγο φαίνεται να ξαφνιάζει ή να ανησυχεί τον Λοχαγό αφού το προσπερνάει για να συνεχίσει την κουβέντα του.
Η συμμετοχή του είναι σιωπηρή αλλά άκρως υποστηρικτική σ’ αυτό που είναι βέβαιος ότι θα καταφέρει η αδελφή του. Άλλωστε στο τέλος θριαμβολογεί σαν οπαδός που η αγαπημένη του ομάδα κατατρόπωσε την αντίπαλο. Φουσκώνει από περηφάνια και καμάρι αναφωνώντας :
«Δεν έχω παρά να σε θαυμάσω !».
Ελπίζει ότι θα γευτεί κι αυτός λίγο απ’ αυτή τη νίκη – εγκλεισμό του Λοχαγού σε άσυλο – και βιάζεται να αναλάβει τον καινούριο ρόλο του :
«Κι εγώ θα γίνω κηδεμόνας αυτού του αιρετικού!».
Όταν όμως η Λάουρα δε συμμετέχει στη θριαμβολογία του, θυμώνει και της λέει με μια δόση ειρωνείας που αποκαλύπτει την ενοχή της και υπαινίσσεται τις δικές του ενοχές:
«Είσαι πολύ δυνατή…αφάνταστα δυνατή! Σαν αλεπού στη φάκα, κάλλιο το ΄χεις να κόψεις δαγκώνοντας το πόδι σου παρά να μείνεις να σε πιάσουν. Σαν αρχικλέφτης περιφρονείς κάθε συνεργό, και τη συνείδηση σου ακόμα»

Σύμφωνα με τον Salvador Minuchin : «Μία οικογένεια υπόκειται σε εσωτερικές πιέσεις, οι οποίες προέρχονται από αναπτυξιακές αλλαγές που συμβαίνουν στα ίδια τα μέλη και τα υποσυστήματά της, καθώς και εξωτερικές πιέσεις οι οποίες προέρχονται από τις απαιτήσεις για προσαρμογή σε σημαντικές κοινωνικές συνθήκες και τους θεσμούς που ασκούν επίδραση στα μέλη της οικογένειας. Η ανταπόκριση στα συστήματα αυτά, εσωτερικά και εξωτερικά, απαιτεί ένα διαρκή μετασχηματισμό των θέσεων των μελών της οικογένειας ως προς τις σχέσεις του ενός με το άλλο, ώστε να μπορέσουν να εξελιχθούν ενώ το σύστημα διατηρεί τη συνέχεια του. Σύμφυτο με τη διαδικασία της αλλαγής είναι το στρες που προκύπτει από την προσαρμογή σε νέες καταστάσεις».(σελ. 128-129)
Η οικογένεια αυτή παρουσιάζει μια απόλυτη ανικανότητα να προσαρμοστεί τόσο στις αλλαγές που επιβάλλονται από την κοινωνία όσο και σ’ αυτές που έρχονται από την αναπτυξιακή πορεία των μελών της, της κόρης και του Λοχαγού. Ο Λοχαγός είναι έτοιμος να κάνει το μεγάλο βήμα : τη μετάβαση από στρατιωτικός σε καταξιωμένο επιστήμονα μετάβαση που μεθοδευμένα σαμποτάρεται από τη Λάουρα. που την βιώνει ως απειλή στην τάξη πραγμάτων. Έτσι όπως βιώνει και τη μετάβαση της κόρης της στην ενηλικίωση, στην ανεξαρτητοποίηση της. Τη θέλει κοντά της σύμμαχο και ακόλουθο. Μπλοκάρει το μετασχηματισμό της οικογένειας και συνεργεί στην καταστροφή της αρκεί να κρατήσει τον έλεγχο με όποιο κόστος.
Ανταποκρίνεται έτσι στο μοντέλο που ο S. Minuchin ορίζει ως «παθολογικές οικογένειες» οι οποίες μπροστά στο στρες αυξάνουν την ακαμψία των προτύπων συναλλαγής και των ορίων τους και αποφεύγουν ή αντιστέκονται σε οποιαδήποτε εξερεύνηση εναλλακτικών προτύπων. (σελ.129)
Κατά τον S. Minuchin, «Σε όλες τις κουλτούρες η οικογένεια αποτυπώνει στα μέλη της την έννοια της ατομικότητας. Η ανθρώπινη εμπειρία της ταυτότητας αποτελείται από δύο στοιχεία : την αίσθηση ότι ανήκουν κάπου και την αίσθηση της ανεξαρτησίας και του ξεχωριστού. Το καλούπι μέσα στο οποίο η ταυτότητα παίρνει ορισμένη μορφή, είναι η οικογένεια».( Σελ. 107)
Η συγκεκριμένη οικογένεια, έχει αναπτύξει το ένα σκέλος της αποστολής της που σχετίζεται με την αίσθηση του ‘ανήκειν’ αδυνατεί όμως να αποδεχτεί, πόσο μάλλον να υλοποιήσει, το άλλο που σχετίζεται με την αυτονόμηση των μελών της. Αυτό ισχύει και για τους δύο γονείς αφού και οι δύο διεκδικούν λυσσαλέα τους ‘τίτλους ιδιοκτησίας’ του παιδιού τους.
Η οικογένεια μπαίνει λοιπόν σε μια κατάσταση ‘παγιδευτικής εμπλοκής’ που σημαίνει ότι : «Στρέφεται προς τον εαυτό της και αναπτύσσει το δικό της μικρόκοσμο. Παρουσιάζει έτσι αύξηση του ενδιαφέροντος ανάμεσα στα μέλη και μείωση της απόστασης. Τα όρια θολώνουν και η διαφοροποίηση του οικογενειακού συστήματος υποβαθμίζεται. Αποτέλεσμα η υπερφόρτωση και η έλλειψη ενέργειας για να προσαρμοστεί στην αλλαγή όταν βρεθεί σε στρεσογόνες συνθήκες.
Η αυξημένη αίσθηση του «ανήκειν» απαιτεί μεγάλη εκχώρηση της αυτονομίας. Η έλλειψη διαφοροποίησης αποθαρρύνει την αυτόνομη διερεύνηση και τον έλεγχο των προβλημάτων με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ανάπτυξης των γνωστικό - συναισθηματικών ικανοτήτων των μελών της».(σελ. 119)
Οι έννοιες ‘κλειδιά’ όπως : μετασχηματισμός, προσαρμογή, ευελιξία, αναδόμηση, εναλλακτικά πρότυπα συναλλαγής, συνέχεια, που προσδιορίζουν την εννοιολογική αναπαράσταση μιας φυσιολογικής οικογένειας απουσιάζουν πλήρως από τη συγκεκριμένη.
Σύμφωνα με τον Salvador Minuchin : «Η εννοιολογική αναπαράσταση μιας φυσιολογικής οικογένειας έχει τρεις όψεις : Κατ’ αρχάς, μια οικογένεια με την πάροδο του χρόνου μετασχηματίζεται, προσαρμόζεται, και αναδομείται για να συνεχίσει να λειτουργεί….
Δεύτερον η οικογένεια έχει μια δομή, η οποία μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο όταν αυτή βρίσκεται σε δράση και λειτουργεί. Προτιμάει συγκεκριμένα πρότυπα συναλλαγής. Η ισχύς του συστήματος εξαρτάται από την ικανότητα του να κινητοποιεί εναλλακτικά πρότυπα συναλλαγής, όταν εσωτερικές ή εξωτερικές συνθήκες που αφορούν την οικογένεια απαιτούν την αναδόμησή του. Τα όρια των υποσυστημάτων πρέπει να είναι σταθερά αλλά και εύκαμπτα….
Τέλος, μια οικογένεια προσαρμόζεται στις πιέσεις με τρόπο που της επιτρέπει να διατηρεί τη συνέχεια της και συγχρόνως καθιστά δυνατή την αναδόμησή της. Αλλιώς δυσλειτουργεί και χρειάζεται θεραπευτική παρέμβαση».(σελ. 138)

Ποιο είδος θεραπευτικής παρέμβασης θα ήταν κατάλληλο γι’ αυτή την οικογένεια ; Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιος θα μπορούσε ή θα τολμούσε να αρθρώσει το αίτημα για θεραπευτική παρέμβαση. Δείχνουν όλοι τόσο άκαμπτοι και παγιδευμένοι στην διεκδίκηση της εξουσίας που θα τους ήταν δύσκολο να εκχωρήσουν έστω και λίγη εξουσία στον θεραπευτή.
Ίσως μόνο ο Γιατρός – ένοικος του σπιτιού, θα μπορούσε να προτείνει μια τέτοιου είδους παρέμβαση, αν κατάφερνε να διατηρήσει την επαγγελματική του αμεροληψία. Τον βλέπουμε όμως κι αυτόν να συγχέει τα όρια του επαγγελματία με του γείτονα - ενοικιαστή οπότε άλλοτε γίνεται άθελά του συνεργός στο έγκλημα, άλλοτε αποστασιοποιείται ενώ στο τέλος επικαλείται της ιδιότητας του για να γίνει και πάλι συνεργός.
Αν τελικά αυτή η οικογένεια έφτανε στο κατώφλι του οικογενειακού θεραπευτή το ερώτημα που τίθεται είναι : ποια από τις επτά κατηγορίες χειρισμών που επιφέρουν την αναδόμηση κατά τον S. Minuchin (κεφ.8ο σελ. 259) θα ήταν η καταλληλότερη;
Δεδομένου ότι τα όρια είναι θολά και ασαφή όπως είναι χαρακτηριστικό σε μια οικογένεια που βρίσκεται σε ‘παγιδευτική εμπλοκή’, όπου τα προσωπικά όρια αλλά και αυτά των υποσυστημάτων έχουν καταπατηθεί, φρόνιμο θα ήταν για αρχή η επισήμανση των ορίων με στόχο την επαναχάραξη τους.
Με δεδομένο την ανυπαρξία του συζυγικού υποσυστήματος, σε δεύτερη φάση η έμφαση θα δινότανε στην ανάπλαση των οικογενειακών προτύπων συναλλαγής με επίκεντρο φυσικά το ζευγάρι που αδυνατεί να υπάρξει ως τέτοιο.
Διαβάζοντας ξανά και ξανά την ιστορία αυτής της οικογένειας συχνά ένοιωθα σα να την παρατηρούσα μέσα από ένα μονόδρομο καθρέφτη και ποτέ δεν έπαψα να γοητεύομαι από τη δύναμη των διαλόγων της και τη διαχρονικότητα των θεμάτων της. Έναν αιώνα και κάτι, αφότου γράφτηκε, παραμένει επίκαιρη αφού σκιαγραφούνται με σχολαστικές πινελιές θέματα που έχουν να κάνουν με το θεσμό του γάμου και την αξία του, με την αγάπη και τον έρωτα στα δύο φύλα αλλά και την εναγώνια πάλη τους για κυριαρχία.
Τι είναι ο έρωτας τελικά ; Είναι ο έρωτας για ένα παιχνίδι δύναμης, που δεν τελειώνει ποτέ, χωρίς προκαθορισμένους κανόνες και γι’ αυτό πάντα γοητευτικό ;


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2010 Βαρβάρα Μπουκουβάλα.

Theme by WordpressCenter.com.
Blogger Template by Beta Templates.